Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προκατασκευασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
πρωτοκατασκευασμένος
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προκατασκευασμέν
ος
η
προκατασκευασμέν
η
το
προκατασκευασμέν
ο
γενική
του
προκατασκευασμέν
ου
της
προκατασκευασμέν
ης
του
προκατασκευασμέν
ου
αιτιατική
τον
προκατασκευασμέν
ο
την
προκατασκευασμέν
η
το
προκατασκευασμέν
ο
κλητική
προκατασκευασμέν
ε
προκατασκευασμέν
η
προκατασκευασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προκατασκευασμέν
οι
οι
προκατασκευασμέν
ες
τα
προκατασκευασμέν
α
γενική
των
προκατασκευασμέν
ων
των
προκατασκευασμέν
ων
των
προκατασκευασμέν
ων
αιτιατική
τους
προκατασκευασμέν
ους
τις
προκατασκευασμέν
ες
τα
προκατασκευασμέν
α
κλητική
προκατασκευασμέν
οι
προκατασκευασμέν
ες
προκατασκευασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προκατασκευασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
προκατασκευάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προκατασκευασμένος
γαλλικά
:
préfabriqué
(fr)