Ετυμολογία

επεξεργασία
ανακατασκευάζω < ανα- + κατασκευάζω

ανακατασκευάζω (παθητική φωνή: ανακατασκευάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία