τροποποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾo.po.piˈo/
Ρήμα
επεξεργασίατροποποιώ (παθητική φωνή: τροποποιούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- ατροποποίητα
- ατροποποίητος
- τροποποιημένος
- τροποποίηση
- τροποποιήσιμος
- τροποποιητής
- τροποποιητικά
- τροποποιητικός
- → δείτε τις λέξεις τρόπος και ποιώ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τροποποιώ | τροποποιούσα | θα τροποποιώ | να τροποποιώ | τροποποιώντας | |
β' ενικ. | τροποποιείς | τροποποιούσες | θα τροποποιείς | να τροποποιείς | (τροποποίει) | |
γ' ενικ. | τροποποιεί | τροποποιούσε | θα τροποποιεί | να τροποποιεί | ||
α' πληθ. | τροποποιούμε | τροποποιούσαμε | θα τροποποιούμε | να τροποποιούμε | ||
β' πληθ. | τροποποιείτε | τροποποιούσατε | θα τροποποιείτε | να τροποποιείτε | τροποποιείτε | |
γ' πληθ. | τροποποιούν(ε) | τροποποιούσαν(ε) | θα τροποποιούν(ε) | να τροποποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τροποποίησα | θα τροποποιήσω | να τροποποιήσω | τροποποιήσει | ||
β' ενικ. | τροποποίησες | θα τροποποιήσεις | να τροποποιήσεις | τροποποίησε | ||
γ' ενικ. | τροποποίησε | θα τροποποιήσει | να τροποποιήσει | |||
α' πληθ. | τροποποιήσαμε | θα τροποποιήσουμε | να τροποποιήσουμε | |||
β' πληθ. | τροποποιήσατε | θα τροποποιήσετε | να τροποποιήσετε | τροποποιήστε | ||
γ' πληθ. | τροποποίησαν τροποποιήσαν(ε) |
θα τροποποιήσουν(ε) | να τροποποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τροποποιήσει | είχα τροποποιήσει | θα έχω τροποποιήσει | να έχω τροποποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τροποποιήσει | είχες τροποποιήσει | θα έχεις τροποποιήσει | να έχεις τροποποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τροποποιήσει | είχε τροποποιήσει | θα έχει τροποποιήσει | να έχει τροποποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τροποποιήσει | είχαμε τροποποιήσει | θα έχουμε τροποποιήσει | να έχουμε τροποποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τροποποιήσει | είχατε τροποποιήσει | θα έχετε τροποποιήσει | να έχετε τροποποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τροποποιήσει | είχαν τροποποιήσει | θα έχουν τροποποιήσει | να έχουν τροποποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τροποποιώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τροποποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ τροποποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας