↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροποποιητικός η τροποποιητική το τροποποιητικό
      γενική του τροποποιητικού της τροποποιητικής του τροποποιητικού
    αιτιατική τον τροποποιητικό την τροποποιητική το τροποποιητικό
     κλητική τροποποιητικέ τροποποιητική τροποποιητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροποποιητικοί οι τροποποιητικές τα τροποποιητικά
      γενική των τροποποιητικών των τροποποιητικών των τροποποιητικών
    αιτιατική τους τροποποιητικούς τις τροποποιητικές τα τροποποιητικά
     κλητική τροποποιητικοί τροποποιητικές τροποποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροποποιητικός < τροποποιώ + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

τροποποιητικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία