Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετατρέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετατρέπω < μετα- + τρέπω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική convertir[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.taˈtɾe.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐τρέ‐πω

  Ρήμα επεξεργασία

μετατρέπω, αόρ.: μετέτρεψα, παθ.φωνή: μετατρέπομαι, π.αόρ.: μετατράπηκα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετατρέπω < μετα- + τρέπω

  Ρήμα επεξεργασία

μετατρέπω

  Πηγές επεξεργασία