transform
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | transform |
γ΄ ενικό ενεστώτα | transforms |
αόριστος | transformed |
παθητική μετοχή | transformed |
ενεργητική μετοχή | transforming |
Ρήμα
επεξεργασίαtransform (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μεταμορφώνω, αλλάζω τη μορφή σε κάτι ή αλλάζω μορφή
- ⮡ The caterpillar is transformed into a butterfly.
- Η κάμπια μεταμορφώνεται σε πεταλούδα.
- ⮡ The caterpillar is transformed into a butterfly.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μεταμορφώνω, μετασχηματίζω, αλλάζω εντελώς την εμφάνιση ή τον χαρακτήρα κάποιου ή κάποιου, ειδικά για να είναι καλύτερο ή αλλάζω εντελώς σε εμφάνιση ή χαρακτήρα μου
- ⮡ His success has completely transformed him.
- Η επιτυχία του τον έχει μεταμορφώσει εντελώς.
- ⮡ They are transforming society.
- Μετασχηματίζουν την κοινωνία.
- ⮡ His success has completely transformed him.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη alter
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- transform - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 544. ISBN 9780194325684., λήμμα: μεταμορφώνω