ενεστώτας transform
γ΄ ενικό ενεστώτα transforms
αόριστος transformed
παθητική μετοχή transformed
ενεργητική μετοχή transforming

transform (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μεταμορφώνω, αλλάζω τη μορφή σε κάτι ή αλλάζω μορφή
    ⮡  The caterpillar is transformed into a butterfly.
    Η κάμπια μεταμορφώνεται σε πεταλούδα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) μεταμορφώνω, μετασχηματίζω, αλλάζω εντελώς την εμφάνιση ή τον χαρακτήρα κάποιου ή κάποιου, ειδικά για να είναι καλύτερο ή αλλάζω εντελώς σε εμφάνιση ή χαρακτήρα μου
    ⮡  His success has completely transformed him.
    Η επιτυχία του τον έχει μεταμορφώσει εντελώς.
    ⮡  They are transforming society.
    Μετασχηματίζουν την κοινωνία.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη alter

Συγγενικά

επεξεργασία