alter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | alter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | alters |
αόριστος | altered |
παθητική μετοχή | altered |
ενεργητική μετοχή | altering |
Προφορά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
alter (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αλλάζω τη μορφή ή τη δομή ή μεταλλάσσομαι, γίνομαι διαφορετικός
- (μεταβατικό) μεταποιώ τα ενδύματα ώστε να ταιριάζουν στο σώμα
- (μεταβατικό) ευνουχίζω ένα ζώο
Πηγές
επεξεργασία
- alter - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 32. ISBN 9780194325684., λήμμα: αλλάζω
Δανικά (da)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- alter < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *hélteros
Αντωνυμία
επεξεργασία
alter (αόριστη αντωνυμία ή αντωνυμικό επίθετο)
Κλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | alter | altera | alterum | alterī | alterae | altera |
γενική | alterīus | alterīus | alterīus | alterōrum | alterārum | alterōrum |
δοτική | alterī | alterī | alterī | alterīs | alterīs | alterīs |
αιτιατική | alterum | alteram | alterum | alterōs | alterās | altera |
κλητική | - | - | - | - | - | - |
αφαιρετική | alterō | alterā | alterō | alterīs | alterīs | alterīs |