ενεστώτας alter
γ΄ ενικό ενεστώτα alters
αόριστος altered
παθητική μετοχή altered
ενεργητική μετοχή altering

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɔl.tə(ɹ)/

alter (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αλλάζω τη μορφή ή τη δομή ή μεταλλάσσομαι, γίνομαι διαφορετικός
    I won’t alter a word in the report.
    Δεν θα αλλάξω λέξη στην έκθεση.
    That doesn’t alter the fact that…
    Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι…
    I am altering a proposal.
    Αλλάζω μια πρόταση.
     συνώνυμα:  change, modify και transform
  2. (μεταβατικό) μεταποιώ τα ενδύματα ώστε να ταιριάζουν στο σώμα
  3. (μεταβατικό) ευνουχίζω ένα ζώο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

alter (da)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
alter < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *hélteros

  Αντωνυμία

επεξεργασία

alter (αόριστη αντωνυμία ή αντωνυμικό επίθετο)

  1. άλλος
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική alter altera alterum alterī alterae altera
γενική alterīus alterīus alterīus alterōrum alterārum alterōrum
δοτική alterī alterī alterī alterīs alterīs alterīs
αιτιατική alterum alteram alterum alterōs alterās altera
κλητική - - - - - -
αφαιρετική alterō alterā alterō alterīs alterīs alterīs
(Αντωνυμίες)(Αντωνυμικά επίθετα)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

alter (no)