alter
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- alter < → λείπει η ετυμολογία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
alter (en)
- (μεταβατικό) Αλλάζω τη μορφή ή τη δομή.
- (αμετάβατο) Μεταλλάσσομαι, γίνομαι διαφορετικός.
- (μεταβατικό) Μεταποιώ τα ενδύματα ώστε να ταιριάζουν στο σώμα.
- (μεταβατικό) Ευνουχίζω ένα ζώο.
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
alter (en)
Λατινικά (la) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- alter < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *hélteros
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
alter (αόριστη αντωνυμία ή αντωνυμικό επίθετο)
ΚλίσηΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | alter | altera | alterum | alterī | alterae | altera |
γενική | alterīus | alterīus | alterīus | alterōrum | alterārum | alterōrum |
δοτική | alterī | alterī | alterī | alterīs | alterīs | alterīs |
αιτιατική | alterum | alteram | alterum | alterōs | alterās | altera |
κλητική | - | - | - | - | - | - |
αφαιρετική | alterō | alterā | alterō | alterīs | alterīs | alterīs |