ενεστώτας alter
γ΄ ενικό ενεστώτα alters
αόριστος altered
παθητική μετοχή altered
ενεργητική μετοχή altering

alter (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αλλάζω τη μορφή ή τη δομή ή μεταλλάσσομαι, γίνομαι διαφορετικός
      I won’t alter a word in the report.
    Δεν θα αλλάξω λέξη στην έκθεση.
      That doesn’t alter the fact that…
    Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι…
      I am altering a proposal.
    Αλλάζω μια πρόταση.
     συνώνυμα:  change, modify και transform
  2. (μεταβατικό) μεταποιώ τα ενδύματα ώστε να ταιριάζουν στο σώμα
  3. (μεταβατικό) ευνουχίζω ένα ζώο