άλλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | άλλος | άλλη | άλλο | |||
γενική | άλλου & αλλουνού |
άλλης & αλληνής |
άλλου & αλλουνού | |||
αιτιατική | άλλο & άλλον |
άλλη | άλλο | |||
κλητική | — | — | — | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | άλλοι | άλλες | άλλα | |||
γενική | άλλων & αλλουνών |
άλλων & αλλουνών |
άλλων & αλλουνών | |||
αιτιατική | άλλους | άλλες | άλλα | |||
κλητική | — | — | — | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άλλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄλλος < πρωτοελληνική *áľľos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂élyos < *h₂el- (άλλος)
Προφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαάλλος, -η, -ο (αόριστη αντωνυμία)
- όχι αυτός για τον οποίο έγινε ή θα γίνει λόγος
- ⮡ άλλος ήταν υπεύθυνος για την κατάχρηση, όχι ο ταμίας
- διαφορετικός, όχι ίδιος
- ⮡ η σημερινή κρίση έχει κάποια άλλα χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από τις προηγούμενες
- (αντιθετικά) κάποιος
- ⮡ άλλοι ήταν σύμφωνοι κι άλλοι διαφωνούσαν
- ※ Άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη (Μάνος Ελευθερίου, 1972, τραγούδι σε μουσική Δήμου Μούτση)
- (έναρθρο, στον πληθυντικό) που υπολείπονται, οι υπόλοιποι
- ⮡ όσοι μπόρεσαν μπήκαν στο λεωφορείο και οι άλλοι έμειναν στη στάση να περιμένουν το επόμενο
- (χωρίς άρθρο) κάποιος ή κάτι επιπλέον
- ⮡ χρειάζομαι κι άλλα χρήματα
- (έναρθρο, χρονικά) ο επόμενος
- ⮡ θα τα πούμε την άλλη εβδομάδα
Εκφράσεις
επεξεργασία- αν μη τι άλλο
- συν τοις άλλοις
- άλλ' αντ' άλλων
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας
- άλλο πάλι και τούτο
- αλλουνού παπά ευαγγέλιο
- άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε
- άλλοι κι άλλοι
- εκτός των άλλων
- ο ένας κι ο άλλος
- πάρε τον έναν και χτύπα τον άλλον
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άλλος