Δείτε επίσης: ἄλλος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      άλλος      άλλη      άλλο
      γενική άλλου
αλλουνού
άλλης
αλληνής
άλλου
αλλουνού
    αιτιατική άλλο
άλλον
άλλη άλλο
     κλητική
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      άλλοι      άλλες      άλλα
      γενική άλλων
αλλουνών
άλλων
αλλουνών
άλλων
αλλουνών
    αιτιατική άλλους άλλες άλλα
     κλητική
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άλλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄλλος < πρωτοελληνική *áľľos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂élyos < *h₂el- (άλλος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άλ‐λος
ομόηχα: άλλως, άλως

  Αντωνυμία

επεξεργασία

άλλος, -η, -ο (αόριστη αντωνυμία)

  1. όχι αυτός για τον οποίο έγινε ή θα γίνει λόγος
    ⮡  άλλος ήταν υπεύθυνος για την κατάχρηση, όχι ο ταμίας
  2. διαφορετικός, όχι ίδιος
    ⮡  η σημερινή κρίση έχει κάποια άλλα χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από τις προηγούμενες
  3. (αντιθετικά) κάποιος
    ⮡  άλλοι ήταν σύμφωνοι κι άλλοι διαφωνούσαν
    ※  Άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη (Μάνος Ελευθερίου, 1972, τραγούδι σε μουσική Δήμου Μούτση)
  4. (έναρθρο, στον πληθυντικό) που υπολείπονται, οι υπόλοιποι
    ⮡  όσοι μπόρεσαν μπήκαν στο λεωφορείο και οι άλλοι έμειναν στη στάση να περιμένουν το επόμενο
  5. (χωρίς άρθρο) κάποιος ή κάτι επιπλέον
    ⮡  χρειάζομαι κι άλλα χρήματα
  6. (έναρθρο, χρονικά) ο επόμενος
    ⮡  θα τα πούμε την άλλη εβδομάδα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία