υπόλοιπος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπόλοιπος < αρχαία ελληνική ὑπόλοιπος < ὑπολείπω < ὑπό + λείπω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈpo.li.pos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
υπόλοιπος, -η, -ο
- που έχει απομείνει, αφού χρησιμοποιήθηκε ή λήθφηκε υπόψη ένα τμήμα του
- (ουσιαστικοποιημένο) υπόλοιπο