restant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | restant | restants |
θηλυκό | restante | restantes |
restant (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
restant | restants |
restant (fr) αρσενικό
- το υπόλοιπο
- le restant de ses jours - το υπόλοιπο της ζωής του