Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάλοιπος η κατάλοιπη το κατάλοιπο
      γενική του κατάλοιπου της κατάλοιπης του κατάλοιπου
    αιτιατική τον κατάλοιπο την κατάλοιπη το κατάλοιπο
     κλητική κατάλοιπε κατάλοιπη κατάλοιπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάλοιποι οι κατάλοιπες τα κατάλοιπα
      γενική των κατάλοιπων των κατάλοιπων των κατάλοιπων
    αιτιατική τους κατάλοιπους τις κατάλοιπες τα κατάλοιπα
     κλητική κατάλοιποι κατάλοιπες κατάλοιπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάλοιπος < αρχαία ελληνική κατάλοιπος

  Επίθετο επεξεργασία

κατάλοιπος

  1. υπολειπόμενος, υπόλοιπος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κατάλοιπο
  3. (ουσιαστικοποιημένο) κατάλοιπα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία