υπόλοιπο
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπόλοιπο | τα | υπόλοιπα |
γενική | του | υπόλοιπου & υπολοίπου |
των | υπόλοιπων & υπολοίπων |
αιτιατική | το | υπόλοιπο | τα | υπόλοιπα |
κλητική | υπόλοιπο | υπόλοιπα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπόλοιπο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υπόλοιπος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική reste ή reliquat
Ουσιαστικό Επεξεργασία
υπόλοιπο ουδέτερο
- ό,τι έχει απομείνει από κάποιο σύνολο
- (μαθηματικά) ο αριθμός που δηλώνει το αποτέλεσμα μιας αφαίρεσης
- (μαθηματικά) ο αριθμός που απομένει από μια ατελή διαίρεση
- (λογιστική) ό,τι απομένει από το κλείσιμο ενός λογαριασμού (χρεωστικό ή πιστωτικό ποσό)
Μεταφράσεις Επεξεργασία
υπόλοιπο