solde
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
solde | soldes |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
solde (fr) θηλυκό
- ο μισθός των στρατιωτικών
Εκφράσεις επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
solde (fr) αρσενικό
- (οικονομία) το υπόλοιπο ενός τραπεζικού λογαριασμού
- εμπόρευμα που πωλείται με μειωμένη τιμή
- (κατ’ επέκταση) έκπτωση