ενικός         πληθυντικός  
solde soldes

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

solde (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

solde (fr) αρσενικό

  1. (οικονομία) το υπόλοιπο ενός τραπεζικού λογαριασμού
  2. εμπόρευμα που πωλείται με μειωμένη τιμή
  3. (κατ’ επέκταση) έκπτωση

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία