solde
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
solde | soldes |
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
solde (fr) θηλυκό
- ο μισθός των στρατιωτικών
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
solde (fr) αρσενικό
- (οικονομία) το υπόλοιπο ενός τραπεζικού λογαριασμού
- εμπόρευμα που πωλείται με μειωμένη τιμή
- (κατʼ επέκταση) έκπτωση