Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
στρᾰτῐωτῐκο-
ονομαστική στρατιωτικός στρατιωτική τὸ στρατιωτικόν
      γενική τοῦ στρατιωτικοῦ τῆς στρατιωτικῆς τοῦ στρατιωτικοῦ
      δοτική τῷ στρατιωτικ τῇ στρατιωτικ τῷ στρατιωτικ
    αιτιατική τὸν στρατιωτικόν τὴν στρατιωτικήν τὸ στρατιωτικόν
     κλητική ! στρατιωτικέ στρατιωτική στρατιωτικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ στρατιωτικοί αἱ στρατιωτικαί τὰ στρατιωτικᾰ́
      γενική τῶν στρατιωτικῶν τῶν στρατιωτικῶν τῶν στρατιωτικῶν
      δοτική τοῖς στρατιωτικοῖς ταῖς στρατιωτικαῖς τοῖς στρατιωτικοῖς
    αιτιατική τοὺς στρατιωτικούς τὰς στρατιωτικᾱ́ς τὰ στρατιωτικᾰ́
     κλητική ! στρατιωτικοί στρατιωτικαί στρατιωτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στρατιωτικώ τὼ στρατιωτικᾱ́ τὼ στρατιωτικώ
      γεν-δοτ τοῖν στρατιωτικοῖν τοῖν στρατιωτικαῖν τοῖν στρατιωτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατιωτικός < στρατιώτ(ης) + -ικός

στρατιωτικός, -ή, -όν, συγκριτικός: στρατιωτικώτερος

  1. που έχει σχέση με στρατιώτες, στρατιωτικός
  2. στρατεύσιμος, σε ηλικία που μπορεί να στρατευτεί
  3. φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής
  4. πολεμικός

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία