Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατιωτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατιωτικός < στρατιώτ(ης) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾa.ti̯o.tiˈkos/ & /stɾa.tço.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐τι‐ω‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρατιωτικός η στρατιωτική το στρατιωτικό
      γενική του στρατιωτικού της στρατιωτικής του στρατιωτικού
    αιτιατική τον στρατιωτικό τη στρατιωτική το στρατιωτικό
     κλητική στρατιωτικέ στρατιωτική στρατιωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρατιωτικοί οι στρατιωτικές τα στρατιωτικά
      γενική των στρατιωτικών των στρατιωτικών των στρατιωτικών
    αιτιατική τους στρατιωτικούς τις στρατιωτικές τα στρατιωτικά
     κλητική στρατιωτικοί στρατιωτικές στρατιωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

στρατιωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη στρατός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η στρατιωτικός οι στρατιωτικοί
      γενική του/της στρατιωτικού των στρατιωτικών
    αιτιατική τον/τη στρατιωτικό τους/τις στρατιωτικούς
     κλητική στρατιωτικέ στρατιωτικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

στρατιωτικός αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
στρᾰτῐωτῐκο-
ονομαστική στρατιωτικός στρατιωτική τὸ στρατιωτικόν
      γενική τοῦ στρατιωτικοῦ τῆς στρατιωτικῆς τοῦ στρατιωτικοῦ
      δοτική τῷ στρατιωτικ τῇ στρατιωτικ τῷ στρατιωτικ
    αιτιατική τὸν στρατιωτικόν τὴν στρατιωτικήν τὸ στρατιωτικόν
     κλητική ! στρατιωτικέ στρατιωτική στρατιωτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ στρατιωτικοί αἱ στρατιωτικαί τὰ στρατιωτικᾰ́
      γενική τῶν στρατιωτικῶν τῶν στρατιωτικῶν τῶν στρατιωτικῶν
      δοτική τοῖς στρατιωτικοῖς ταῖς στρατιωτικαῖς τοῖς στρατιωτικοῖς
    αιτιατική τοὺς στρατιωτικούς τὰς στρατιωτικᾱ́ς τὰ στρατιωτικᾰ́
     κλητική ! στρατιωτικοί στρατιωτικαί στρατιωτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στρατιωτικώ τὼ στρατιωτικᾱ́ τὼ στρατιωτικώ
      γεν-δοτ τοῖν στρατιωτικοῖν τοῖν στρατιωτικαῖν τοῖν στρατιωτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατιωτικός < στρατιώτ(ης) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

στρατιωτικός, -ή, -όν, συγκριτικός: στρατιωτικώτερος

  1. που έχει σχέση με στρατιώτες, στρατιωτικός
  2. στρατεύσιμος, σε ηλικία που μπορεί να στρατευτεί
  3. φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής
  4. πολεμικός

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία