Ετυμολογία

επεξεργασία

military < (άμεσο δάνειο) γαλλική militaire < λατινική militarius < miles

  Επίθετο

επεξεργασία

military (en) (χωρίς παραθετικά)

  • στρατιωτικός, πολεμικός
    ⮡  The air force hit military targets.
    Η αεροπορία έπληξε στρατιωτικούς στόχους.
    ⮡  They condemn the unacceptable shooting down of a military aircraft.
    Καταδικάζουν την απαράδεκτη κατάρριψη πολεμικού αεροσκάφους.

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • milertary (παρωχημένο, λαϊκότροπο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
military militaries

military (en)

  • ο στρατός, οι στρατιωτικοί
    ⮡  I am enlisting in the military.
    Κατατάσσομαι στο στρατό.
    ⮡  The military took over in Chile.
    Οι στρατιωτικοί κατέλαβαν την αρχή στη Χιλή.