στρατεύσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρατεύσιμος < αρχαία ελληνική
Επίθετο επεξεργασία
στρατεύσιμος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
στρατεύσιμος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
στρατεύσιμος
- που είναι κατάλληλος για να στρατευθεί