στρατεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατεύομαι
- Η μεταφορική σημασία < ελληνιστική κοινή φράση στρατευόμενοι εἰς Χριστόν[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾaˈte.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐τεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαστρατεύομαι, π.πρτ.: στρατευόμουν, π.αόρ.: στρατεύτηκα, μτχ.π.π.: στρατευμένος
- καλούμαι να καταταγώ στο στρατό
- έχω την υποχρέωση να υπηρετήσω στο στρατό
- (μεταφορικά) αφοσιώνομαι και δραστηριοποιούμαι για την επικράτηση μιας ιδεολογίας
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη στρατός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στρατεύομαι | στρατευόμουν(α) | θα στρατεύομαι | να στρατεύομαι | ||
β' ενικ. | στρατεύεσαι | στρατευόσουν(α) | θα στρατεύεσαι | να στρατεύεσαι | ||
γ' ενικ. | στρατεύεται | στρατευόταν(ε) | θα στρατεύεται | να στρατεύεται | ||
α' πληθ. | στρατευόμαστε | στρατευόμαστε στρατευόμασταν |
θα στρατευόμαστε | να στρατευόμαστε | ||
β' πληθ. | στρατεύεστε | στρατευόσαστε στρατευόσασταν |
θα στρατεύεστε | να στρατεύεστε | (στρατεύεστε) | |
γ' πληθ. | στρατεύονται | στρατεύονταν στρατευόντουσαν |
θα στρατεύονται | να στρατεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στρατεύτηκα | θα στρατευτώ | να στρατευτώ | στρατευτεί | ||
β' ενικ. | στρατεύτηκες | θα στρατευτείς | να στρατευτείς | στρατεύσου | ||
γ' ενικ. | στρατεύτηκε | θα στρατευτεί | να στρατευτεί | |||
α' πληθ. | στρατευτήκαμε | θα στρατευτούμε | να στρατευτούμε | |||
β' πληθ. | στρατευτήκατε | θα στρατευτείτε | να στρατευτείτε | στρατευτείτε | ||
γ' πληθ. | στρατεύτηκαν στρατευτήκαν(ε) |
θα στρατευτούν(ε) | να στρατευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στρατευτεί | είχα στρατευτεί | θα έχω στρατευτεί | να έχω στρατευτεί | στρατευμένος | |
β' ενικ. | έχεις στρατευτεί | είχες στρατευτεί | θα έχεις στρατευτεί | να έχεις στρατευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει στρατευτεί | είχε στρατευτεί | θα έχει στρατευτεί | να έχει στρατευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στρατευτεί | είχαμε στρατευτεί | θα έχουμε στρατευτεί | να έχουμε στρατευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε στρατευτεί | είχατε στρατευτεί | θα έχετε στρατευτεί | να έχετε στρατευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στρατευτεί | είχαν στρατευτεί | θα έχουν στρατευτεί | να έχουν στρατευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στρατευμένος - είμαστε, είστε, είναι στρατευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στρατευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στρατευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στρατευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στρατευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στρατευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στρατευμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στρατεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας