Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stɾaˈte.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρατεύομαι

στρατεύομαι, π.πρτ.: στρατευόμουν, π.αόρ.: στρατεύτηκα, μτχ.π.π.: στρατευμένος

  1. καλούμαι να καταταγώ στο στρατό
  2. έχω την υποχρέωση να υπηρετήσω στο στρατό
  3. (μεταφορικά) αφοσιώνομαι και δραστηριοποιούμαι για την επικράτηση μιας ιδεολογίας

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία