ΔΦΑ : /ka.taˈta.so.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατατάσσομαι

κατατάσσομαι, πρτ.: κατατασσόμουν, στ.μέλλ.: θα καταταχτώ, αόρ.: κατατάχτηκα, μτχ.π.π.: καταταγμένος, (ενεργ.: κατατάσσω)