κατατάσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατατάσσω < αρχαία ελληνική κατατάσσω < κατά + τάσσω < πρωτοελληνική *taťťō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *teh₂g-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kataˈtaso/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐τάσ‐σω
Ρήμα
επεξεργασίακατατάσσω (παθητική φωνή: κατατάσσομαι)
- βάζω κάτι ή κάποιον από ένα ευρύτερο σύνολο σε μια σειρά
- τοποθετώ, βάζω, θέτω
- (στρατιωτικός όρος) εισάγω κάποιον στις τάξεις του στρατού
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατατάσσω | κατέτασσα | θα κατατάσσω | να κατατάσσω | κατατάσσοντας | |
β' ενικ. | κατατάσσεις | κατέτασσες | θα κατατάσσεις | να κατατάσσεις | κατάτασσε | |
γ' ενικ. | κατατάσσει | κατέτασσε | θα κατατάσσει | να κατατάσσει | ||
α' πληθ. | κατατάσσουμε | κατατάσσαμε | θα κατατάσσουμε | να κατατάσσουμε | ||
β' πληθ. | κατατάσσετε | κατατάσσατε | θα κατατάσσετε | να κατατάσσετε | κατατάσσετε | |
γ' πληθ. | κατατάσσουν(ε) | κατέτασσαν κατατάσσαν(ε) |
θα κατατάσσουν(ε) | να κατατάσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατέταξα | θα κατατάξω | να κατατάξω | κατατάξει | ||
β' ενικ. | κατέταξες | θα κατατάξεις | να κατατάξεις | κατάταξε | ||
γ' ενικ. | κατέταξε | θα κατατάξει | να κατατάξει | |||
α' πληθ. | κατατάξαμε | θα κατατάξουμε | να κατατάξουμε | |||
β' πληθ. | κατατάξατε | θα κατατάξετε | να κατατάξετε | κατατάξτε | ||
γ' πληθ. | κατέταξαν κατατάξαν(ε) |
θα κατατάξουν(ε) | να κατατάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατατάξει | είχα κατατάξει | θα έχω κατατάξει | να έχω κατατάξει | ||
β' ενικ. | έχεις κατατάξει | είχες κατατάξει | θα έχεις κατατάξει | να έχεις κατατάξει | έχε καταταγμένο | |
γ' ενικ. | έχει κατατάξει | είχε κατατάξει | θα έχει κατατάξει | να έχει κατατάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατατάξει | είχαμε κατατάξει | θα έχουμε κατατάξει | να έχουμε κατατάξει | ||
β' πληθ. | έχετε κατατάξει | είχατε κατατάξει | θα έχετε κατατάξει | να έχετε κατατάξει | έχετε καταταγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κατατάξει | είχαν κατατάξει | θα έχουν κατατάξει | να έχουν κατατάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καταταγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καταταγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καταταγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καταταγμένο |