κατατακτήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
κατατακτήριος
- που έχει σχέση με την κατάταξη, αναφέρεται ή αποσκοπεί σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) κατατακτήριες
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατατακτήριος
|