κατάταξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάταξη | οι | κατατάξεις |
γενική | της | κατάταξης* | των | κατατάξεων |
αιτιατική | την | κατάταξη | τις | κατατάξεις |
κλητική | κατάταξη | κατατάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατατάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατάταξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάταξις (< αρχαία ελληνική κατατάσσω < κατά- + τάσσω), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική classification [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈta.ta.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐τα‐ξη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατάταξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατατάσσω
- η τοποθέτηση κάποιου (προσώπου ή πράγματος) από ένα ευρύτερο σύνολο σε μια σειρά
- : ≈ συνώνυμα: ταξινόμηση
- η ένταξη κάποιου (προσώπου ή πράγματος) σε μια καθορισμένη κατηγορία
- τοποθέτηση, βάλσιμο, θέση
- (στρατιωτικός όρος) η εισαγωγή κάποιου στις τάξεις του στρατού
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατάταξη
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κατάταξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας