στρατός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στρατός | οι | στρατοί |
γενική | του | στρατού | των | στρατών |
αιτιατική | τον | στρατό | τους | στρατούς |
κλητική | στρατέ | στρατοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρατός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατός
- για τη σημασία «μεγάλο πλήθος» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική armée
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾaˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐τός
- τονικό παρώνυμο: Στράτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρατός αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) το σύνολο των ένοπλων δυνάμεων κάθε κράτους αναγνωρισμένου από την διεθνή κοινότητα
- το σύνολο των ένοπλων δυνάμεων συνασπισμένων κρατών σε συμμαχία
- (ειδικότερα) μόνο οι ένοπλες δυνάμεις ξηράς (πεζικό, πυροβολικό, τεθωρακισμένα - ιππικό), σε αντιδιαστολή με το πολεμικό ναυτικό και την πολεμική αεροπορία
- (μεταφορικά) μεγάλο πλήθος
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
στρατ-
στρατ-
- στρατο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα στρατο- στο Βικιλεξικό
- -στρατος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -στρατος στο Βικιλεξικό
- → δείτε τη λέξη στρατηγός για θέμα στρατηγ-
και
- ακαταστρατήγητος
- αναποστράτευτος
- ανεπιστράτευτος
- αντεκστρατεύω
- αντιστρατεύομαι
- αντιστρατιωτικά (επίρρημα)
- αντιστρατιωτικός
- αντιστρατιωτισμός
- αποστρατεία
- αποστρατευμένος
- αποστρατεύσιμος
- αποστρατευτέος
- αποστρατευτικός
- αποστρατεύω, αποστρατεύομαι
- αποστρατικοποίηση
- αποστρατικοποιώ, αποστρατικοποιούμαι
- αποστρατιωτικοποιημένος
- αποστρατιωτικοποίηση
- αποστρατιωτικοποιώ, αποστρατιωτικοποιούμαι
- απόστρατος
- αστρατεία
- αστρατευσία
- αστράτευτα (επίρρημα)
- αστράτευτος
- αστρατήγευτος
- αστρατολόγητα (επίρρημα)
- αστρατολόγητος
- αστρατώνιστος
- γεωστρατηγιστής
- εκστρατεία
- εκστρατευτικά (επίρρημα)
- εκστρατευτικός
- εκστρατεύω
- επιστρατευμένος
- επιστρατεύσιμος
- επιστρατευτικός
- επιστρατεύω, επιστρατεύομαι
- επίστρατος
- ευρωστρατός
- ηροστράτειος
- Ηρόστρατος
- καταστρατηγημένος
- καταστρατήγηση
- καταστρατηγήσιμος
- καταστρατηγώ, καταστρατηγούμαι
- λιποστρατία
- λιπόστρατος
- πανστρατιά
- παραστρατιωτικά (επίρρημα)
- παραστρατιωτικός
- πολιτικοστρατιωτικά (επίρρημα)
- πολιτικοστρατιωτικός
- στρατά (ουδέτερο πληθυντικός)
- στρατάρχης
- στραταρχία
- στραταρχικός
- στρατευόμενος
- στρατεύσιμος
- στρατεύω, στρατεύομαι
- στρατηγείο
- στρατήγημα
- στρατηγία
- στρατηγικά (επίρρημα)
- στρατηγικός & σύνθετα
- στρατηγός, στρατηγίνα & συγγενικά
- στρατηγώ
- στρατηλάτης, στρατηλάτισσα
- στρατηλατικός
- στρατιά
- στρατικοποιώ, στρατικοποιούμαι
- στρατιωτάκι
- στρατιωτάκος
- στρατιώτης, στρατιωτίνα
- στρατιωτικά (επίρρημα)
- στρατιωτικός
- στρατιωτικοποιημένος
- στρατιωτικοποίηση
- στρατιωτικοποιώ
- στράτευμα
- στρατευμένος
- στρατεύομαι
- στράτευμα
- στρατολάτης
- Στράτος & σύνθετα
- στρατώνα
- στρατώνας
- στρατωνίζω
- στρατωνικός
- στρατωνισμένος
- στρατωνισμός
- συνεκστρατεύω
- συστρατεύω, συστρατεύομαι
- συστρατιώτης
- φιλοστρατιωτικός
- φυγοστρατία
- φυγόστρατος
Δε σχετίζεται η στράτα, στρατόσφαιρα & συγγενικά τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρατός
Πηγές
επεξεργασία- στρατός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρατός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | στρατός | οἱ | στρατοί |
γενική | τοῦ | στρατοῦ | τῶν | στρατῶν |
δοτική | τῷ | στρατῷ | τοῖς | στρατοῖς |
αιτιατική | τὸν | στρατόν | τοὺς | στρατούς |
κλητική ὦ! | στρατέ | στρατοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στρατώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στρατοῖν | ||
στρατόφι: επικός τύπος , γενική ενικού. | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρατός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stratos < *sterh₃- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρατός, -οῦ αρσενικό
- στράτευμα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 385 (384-386)
- ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον· | πῇ δὴ οὕτως ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατοῦ ἔρχεαι οἷος | νύκτα δι᾽ ὀρφναίην, ὅτε θ᾽ εὕδουσι βροτοὶ ἄλλοι;
- και τούτο θέλω να μου ειπείς αληθινά, να μάθω | τι θέλεις και από τον στρατόν στα πλοία μας πηγαίνεις | μόνος στο σκότος της νυκτός, που όλ᾽ οι θνητοί κοιμώνται;
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον· | πῇ δὴ οὕτως ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατοῦ ἔρχεαι οἷος | νύκτα δι᾽ ὀρφναίην, ὅτε θ᾽ εὕδουσι βροτοὶ ἄλλοι;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 78.1
- Οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπειδὴ καὶ τούτου διήμαρτον, μέρος μέν τι καταλιπόντες τοῦ στρατοῦ, τὸ δὲ πλέον ἀφέντες περιετείχιζον τὴν πόλιν κύκλῳ, διελόμενοι κατὰ πόλεις τὸ χωρίον·
- Μετά την νέα αυτή αποτυχία, οι Πελοποννήσιοι διαλύσαν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους και άφησαν το υπόλοιπο για να περιτειχίσει την πολιτεία. Μοίρασαν την εργασία μεταξύ των μονάδων της κάθε πολιτείας.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- Οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπειδὴ καὶ τούτου διήμαρτον, μέρος μέν τι καταλιπόντες τοῦ στρατοῦ, τὸ δὲ πλέον ἀφέντες περιετείχιζον τὴν πόλιν κύκλῳ, διελόμενοι κατὰ πόλεις τὸ χωρίον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 1250
- στρατὸν δ᾽ Ἀχαιῶν οὐ φοβῇ, πράσσων τάδε;
- Και ώστε δε φοβάσαι το στρατό των Αργείων, μ᾽ αυτά που κάνεις;
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 385 (384-386)
- οι στρατιώτες συνολικά χωρίς τους αρχηγούς τους
- λαός, πλήθος, οι απλοί άνθρωποι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 762 (762-764)
- ἐγὼ δὲ χώρᾳ τῇδε καὶ τῷ σῷ στρατῷ | τὸ λοιπὸν εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον | ὁρκωμοτήσας νῦν ἄπειμι πρὸς δόμους,
- Μα εγώ, Αθηνά, στη χώρ᾽ αυτή και στο λαό σου, | πρι φύγω για τα σπίτια μου όρκο θα δώσω, | που να βαστά απ᾽ εδώ και μπρος και στον αιώνα:
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἐγὼ δὲ χώρᾳ τῇδε καὶ τῷ σῷ στρατῷ | τὸ λοιπὸν εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον | ὁρκωμοτήσας νῦν ἄπειμι πρὸς δόμους,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 749 (749-750)
- στρατὸς δ᾽ ὅπως ὁρᾷ νιν ἐκπεπτωκότα | δίφρων, ἀνωλόλυξε τὸν νεανίαν,
- Κι όταν τον είδε πὄπεφτε απ᾽ το δίφρο, | βοή και θρήνο σήκωσε το πλήθος για το λεβεντονιό,
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- στρατὸς δ᾽ ὅπως ὁρᾷ νιν ἐκπεπτωκότα | δίφρων, ἀνωλόλυξε τὸν νεανίαν,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 762 (762-764)
- όμιλος ή σώμα αντρών (π.χ. το σώμα των Αμφικτιόνων, των Κενταύρων, των Αμαζόνων)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
στρατ-
στρατ-
παράγωγα & σύνθετα
- στρατο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα στρατο- στο Βικιλεξικό
- -στρατος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -στρατος στο Βικιλεξικό
και (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- στρατός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρατός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.