στρατός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στρατός | οι | στρατοί |
γενική | του | στρατού | των | στρατών |
αιτιατική | τον | στρατό | τους | στρατούς |
κλητική | στρατέ | στρατοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στρατός < αρχαία ελληνική στρατός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stratos < *sterh₃- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /stɾaˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐τός
- τονικό παρώνυμο: Στράτος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στρατός αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) το σύνολο των ένοπλων δυνάμεων κάθε κράτους αναγνωρισμένου από την διεθνή κοινότητα
- το σύνολο των ένοπλων δυνάμεων συνασπισμένων κρατών σε συμμαχία
- (ειδικότερα) μόνο οι ένοπλες δυνάμεις ξηράς (πεζικό, πυροβολικό, τεθωρακισμένα - ιππικό), σε αντιδιαστολή με το πολεμικό ναυτικό και την πολεμική αεροπορία
- μεγάλο πλήθος
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
στρατός