αποστρατιωτικοποιημένος

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστρατιωτικοποιημένος η αποστρατιωτικοποιημένη το αποστρατιωτικοποιημένο
      γενική του αποστρατιωτικοποιημένου της αποστρατιωτικοποιημένης του αποστρατιωτικοποιημένου
    αιτιατική τον αποστρατιωτικοποιημένο την αποστρατιωτικοποιημένη το αποστρατιωτικοποιημένο
     κλητική αποστρατιωτικοποιημένε αποστρατιωτικοποιημένη αποστρατιωτικοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστρατιωτικοποιημένοι οι αποστρατιωτικοποιημένες τα αποστρατιωτικοποιημένα
      γενική των αποστρατιωτικοποιημένων των αποστρατιωτικοποιημένων των αποστρατιωτικοποιημένων
    αιτιατική τους αποστρατιωτικοποιημένους τις αποστρατιωτικοποιημένες τα αποστρατιωτικοποιημένα
     κλητική αποστρατιωτικοποιημένοι αποστρατιωτικοποιημένες αποστρατιωτικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αποστρατιωτικοποιημένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία