Ετυμολογία

επεξεργασία
αποστρατιωτικοποιώ < απο- + στρατιωτικοποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική démilitariser)[1]

αποστρατιωτικοποιώ (παθητική φωνή: αποστρατιωτικοποιούμαι)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία