Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατιωτικοποιώ < στρατιωτικός + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική militariser)

  Ρήμα επεξεργασία

στρατιωτικοποιώ (παθητική φωνή: στρατιωτικοποιούμαι)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία