-ποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ποιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ποιῶ, συνηρημένου τύπου του -ποιέω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ποι‐ώ
Επίθημα
επεξεργασία-ποιώ
- β' συνθετικό αντικειμενικών σύνθετων λέξεων που δηλώνει ότι η σύνθετη λέξη δηλώνει ότι κάποιος ποιεί (κάνει, συνθέτει, πραγματοποιεί, δημιουργεί) ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό
Σύνθετα
επεξεργασίαδείτε επίσης
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ποιῶ στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ποιέω, -ποιῶ στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | -ποιώ | -ποιούσα | θα -ποιώ | να -ποιώ | -ποιώντας | |
β' ενικ. | -ποιείς | -ποιούσες | θα -ποιείς | να -ποιείς | (-ποίει) | |
γ' ενικ. | -ποιεί | -ποιούσε | θα -ποιεί | να -ποιεί | ||
α' πληθ. | -ποιούμε | -ποιούσαμε | θα -ποιούμε | να -ποιούμε | ||
β' πληθ. | -ποιείτε | -ποιούσατε | θα -ποιείτε | να -ποιείτε | -ποιείτε | |
γ' πληθ. | -ποιούν(ε) | -ποιούσαν(ε) | θα -ποιούν(ε) | να -ποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | -ποίησα | θα -ποιήσω | να -ποιήσω | -ποιήσει | ||
β' ενικ. | -ποίησες | θα -ποιήσεις | να -ποιήσεις | -ποίησε | ||
γ' ενικ. | -ποίησε | θα -ποιήσει | να -ποιήσει | |||
α' πληθ. | -ποιήσαμε | θα -ποιήσουμε | να -ποιήσουμε | |||
β' πληθ. | -ποιήσατε | θα -ποιήσετε | να -ποιήσετε | -ποιήστε | ||
γ' πληθ. | -ποίησαν -ποιήσαν(ε) |
θα -ποιήσουν(ε) | να -ποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω -ποιήσει | είχα -ποιήσει | θα έχω -ποιήσει | να έχω -ποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις -ποιήσει | είχες -ποιήσει | θα έχεις -ποιήσει | να έχεις -ποιήσει | έχε -ποιημένο | |
γ' ενικ. | έχει -ποιήσει | είχε -ποιήσει | θα έχει -ποιήσει | να έχει -ποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε -ποιήσει | είχαμε -ποιήσει | θα έχουμε -ποιήσει | να έχουμε -ποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε -ποιήσει | είχατε -ποιήσει | θα έχετε -ποιήσει | να έχετε -ποιήσει | έχετε -ποιημένο | |
γ' πληθ. | έχουν -ποιήσει | είχαν -ποιήσει | θα έχουν -ποιήσει | να έχουν -ποιήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) -ποιημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) -ποιημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) -ποιημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) -ποιημένο |
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ποιώ" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -ποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)