σταθεροποιώ (παθητική φωνή: σταθεροποιούμαι)
Ενεργητική φωνή
απρόσωπες εγκλίσεις |
απαρέμφατο (αόριστος) |
σταθεροποιήσει |
μετοχή (ενεστώτας) |
σταθεροποιώντας |
προσωπικές εγκλίσεις |
πρόσωπο |
ενικός |
πληθυντικός |
πρώτο |
δεύτερο |
τρίτο |
πρώτο |
δεύτερο |
τρίτο |
οριστική |
εγώ |
εσύ |
αυτός |
εμείς |
εσείς |
αυτοί |
μονολεκτικοί χρόνοι |
ενεστώτας |
σταθεροποιώ |
σταθεροποιείς |
σταθεροποιεί |
σταθεροποιούμε |
σταθεροποιείτε |
σταθεροποιούν |
παρατατικός |
σταθεροποιούσα |
σταθεροποιούσες |
σταθεροποιούσε |
σταθεροποιούσαμε |
σταθεροποιούσατε |
σταθεροποιούσαν |
αόριστος |
σταθεροποίησα |
σταθεροποίησες |
σταθεροποίησε |
σταθεροποιήσαμε |
σταθεροποιήσατε |
σταθεροποίησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι |
εξακολουθητικός μέλλοντας |
θα σταθεροποιώ |
θα σταθεροποιείς |
θα σταθεροποιεί |
θα σταθεροποιούμε |
θα σταθεροποιείτε |
θα σταθεροποιούν |
στιγμιαίος μέλλοντας |
θα σταθεροποιήσω |
θα σταθεροποιήσεις |
θα σταθεροποιήσει |
θα σταθεροποιήσουμε |
θα σταθεροποιήσετε |
θα σταθεροποιήσουν |
παρακείμενος α' |
έχω σταθεροποιήσει |
έχεις σταθεροποιήσει |
έχει σταθεροποιήσει |
έχουμε σταθεροποιήσει |
έχετε σταθεροποιήσει |
έχουν σταθεροποιήσει |
παρακείμενος β' |
- |
- |
- |
- |
- |
- |
υπερσυντέλικος α' |
είχα σταθεροποιήσει |
είχες σταθεροποιήσει |
είχε σταθεροποιήσει |
είχαμε σταθεροποιήσει |
είχατε σταθεροποιήσει |
είχαν σταθεροποιήσει |
υπερσυντέλικος β' |
- |
- |
- |
- |
- |
- |
συντελεσμένος μέλλοντας α' |
θα έχω σταθεροποιήσει |
θα έχεις σταθεροποιήσει |
θα έχει σταθεροποιήσει |
θα έχουμε σταθεροποιήσει |
θα έχετε σταθεροποιήσει |
θα έχουν σταθεροποιήσει |
συντελεσμένος μέλλοντας β' |
- |
- |
- |
- |
- |
- |
υποτακτική |
εγώ |
εσύ |
αυτός |
εμείς |
εσείς |
αυτοί |
περιφραστικοί χρόνοι |
ενεστώτας |
να σταθεροποιώ |
να σταθεροποιείς |
να σταθεροποιεί |
να σταθεροποιούμε |
να σταθεροποιείτε |
να σταθεροποιούν |
αόριστος |
να σταθεροποιήσω |
να σταθεροποιήσεις |
να σταθεροποιήσει |
να σταθεροποιήσουμε |
να σταθεροποιήσετε |
να σταθεροποιήσουν |
παρακείμενος α' |
να έχω σταθεροποιήσει |
να έχεις σταθεροποιήσει |
να έχει σταθεροποιήσει |
να έχουμε σταθεροποιήσει |
να έχετε σταθεροποιήσει |
να έχουν σταθεροποιήσει |
παρακείμενος β' |
- |
- |
- |
- |
- |
- |
προστακτική |
- |
(εσύ) |
- |
- |
(εσείς) |
- |
μονολεκτικοί χρόνοι |
ενεστώτας |
|
σταθεροποίει |
|
|
σταθεροποιείτε |
|
αόριστος |
|
σταθεροποίησε |
|
|
σταθεροποιήστε |
|
|