Δείτε επίσης: σταθεροποιῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταθεροποιώ < ελληνιστική κοινή σταθεροποιέω / σταθεροποιῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική consolider[1] [2])

  Ρήμα επεξεργασία

σταθεροποιώ (παθητική φωνή: σταθεροποιούμαι)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. σταθεροποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σταθεροποιώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)