κάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κάνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάμνω και κάμω < αρχαία ελληνική κάμνω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακάνω/κάμνω, πρτ.: έκανα/έκαμνα, αόρ.: έκανα/έκαμα, παθ.φωνή: καμώνομαι[1]/δείτε γίνομαι[2], π.αόρ.: καμώθηκα, μτχ.π.π.: καμωμένος[3]
- κατασκευάζω, φτιάχνω, δημιουργώ
- ⮡ Μπορεί να ασχολείται με τις ώρες, αλλά κάνει εξαιρετικά δημιουργήματα από χαρτί.
- εκτελώ, ολοκληρώνω
- ⮡ θα κάνω ό,τι μου πεις
- διεξάγω, ενεργώ, πραγματοποιώ, διενεργώ
- ⮡ ακόμη κάνουν έρευνες
- διαπράττω
- ⮡ Μπήκε φυλακή για ένα έγκλημα που δεν έκανε αυτός.
- διοργανώνω
- ⮡ Θυμάσαι τη γιορτή που είχαμε κάνει πέρυσι;
- συγκροτώ, ιδρύω
- ⮡ Τους έπεισα να κάνουμε εταιρεία.
- προκαλώ, γίνομαι αιτία για κάτι
- ⮡ μας έκανε καλή εντύπωση
- ⮡ Η μεσογειακή δίαιτα κάνει καλό στην υγεία.
- (για ζώα και ανθρώπους) γεννώ
- ⮡ αποφασίσαμε να κάνουμε παιδί
- ⮡ έκανε έξι γατάκια
- εξασκώ περιστασιακά ένα επάγγελμα
- ⮡ Έκανε τον έμπορο εκείνα τα χρόνια.
- διδάσκομαι ή διδάσκω κάποιο μάθημα
- ⮡ κάνω πιάνο, κάνω αγγλικά, κάνω μπαλέτο
- ⮡ Σπούδασα αρχαιολογία, αλλά κάνω μαθήματα αγγλικών για τα προς το ζην.
- διατελώ
- ⮡ Θα κάνεις φαντάρος μόνο έξι μήνες.
- προσποιούμαι, υποκρίνομαι
- ⮡ έκανε ότι κοιμόταν
- υποδύομαι ένα ρόλο
- ⮡ Θυμάσαι ποιος έκανε τον αστυνομικό;
- μιμούμαι
- ⮡ Μας κάνει φωνές άλλων ανθρώπων και γελάμε.
- καθιστώ κάποιον κάτι
- ⮡ με κάνεις ευτυχή
- προσλαμβάνω ή τοποθετώ κάποιον σε μια θέση μετά από εκλογή ή επιλογή
- ⮡ την έκαναν διευθύντρια
- υπολογίζω κατά προσέγγιση σύμφωνα με την εντύπωση που έχω
- ⮡ πόσα κιλά τον κάνεις;
- τελώ μια θρησκευτική τελετή
- ⮡ Φέτος θα κάνει τον αγιασμό ο μητροπολίτης.
- (στο γ΄ ενικό, για μαθηματικές πράξεις) ισούται
- ⮡ Πόσο κάνουν τέσσερα επί δεκατρία;
- λύνω ασκήσεις ή σχολικές εργασίες
- ⮡ Για την επόμενη φορά θα κάνετε τις ασκήσεις 7 ως 10.
- καθαρίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ
- ⮡ Έκανα όλο το σπίτι σήμερα.
- ετοιμάζω ή παρασκευάζω φαγητό, γλυκό ή ποτό
- ⮡ Θέλεις να κάνουμε ψάρι στο φούρνο για αύριο;
- συντάσσω ένα κείμενο
- ⮡ Πρέπει να κάνω σύντομα αυτή την έκθεση.
- αποκτώ
- ⮡ έκαναν μεγάλη περιουσία
- πληρώνω
- ⮡ Θα κάνεις εσύ τα εισιτήρια κι εγώ θα κεράσω φαγητό.
- ασχολούμαι με κάτι συστηματικά
- ⮡ κάνει κολύμπι κάθε μέρα.
- αντιδρώ, συμπεριφέρομαι
- ⮡ Όταν πεισμώνει, κάνει σαν μικρό παιδί.
- μένω ή βρίσκομαι κάποιο χρονικό διάστημα κάπου
- ⮡ Τρεις εβδομάδες έκανα στην Ελβετία.
- διανύω χρονικά
- ⮡ Μια ολόκληρη μέρα έκανες να μου απαντήσεις!
- καλύπτω αποστάσεις
- ⮡ Για να πάνε στο σχολείο, κάνουν εννέα χιλιόμετρα κάθε μέρα.
- στοιχίζω, αξίζω, κοστίζω
- ⮡ Η γραβάτα έκανε πενήντα ευρώ.
- είμαι κατάλληλος, πληρώ τις προϋποθέσεις
- ⮡ Δεν κάνεις για αυτή τη δουλειά.
- ακολουθώ μια κατεύνθυνση
- ⮡ Μόλις φτάσεις εκεί, κάνε δεξιά στο μονοπάτι.
- (για γραμματικούς τύπους) σχηματίζομαι
- ⮡ Πώς κάνει η αιτιατική του πληθυντικού;
- (για καιρικές συνθήκες) επικρατεί
- ⮡ Θα κάνει πολλή ζέστη τις επόμενες μέρες.
- (ως απρόσωπο) → δείτε τη λέξη κάνει: επιτρέπεται, πρέπει
- ⮡ δεν κάνει να στεναχωριέσαι
- υποβάλλομαι σε
- ⮡ κάνω θεραπεία/ηλιοθεραπεία/δίαιτα
- ⮡ κάνω οικονομία/υπομονή
- χορηγώ ή μου χορηγούν
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαεκφράσεις με το «κάνω»
- βλέποντας και κάνοντας : αντιμετωπίζω μια άγνωστη μελλοντική κατάσταση όταν συμβεί, ανάλογα τις περιστάσεις, δίχως προγραμματισμό
- δεν κάνω χωριό (με κανέναν/με ...) : δεν μπορώ να συνεργαστώ (με κανέναν/με ...)
- κάνω ένα βήμα μπρος και δύο πίσω : άδικος κόπος, οι προσπάθειες μου δεν αποδίδουν ή έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα
- κάνω ζάφτι
- κάνω κρα
- κάνω μια πατάτα : κάνω μια βλακεία
- κάνω μια τρύπα στο νερό : άδικος κόπος, αποτυχία προσπάθειας
- κάνω νερά
- κάνε μου/μας τη χάρη: για πρόσεχε, συμμαζέψου (ευφημισμός για προσταγή) (ανάκληση στην τάξη)
- κάνω ό,τι θέλω / μου αρέσει / μου καπνίσει : ενεργώ δίχως να υπολογίζω τους άλλους/τις συνέπειες/τους κανόνες
- κάνω ό,τι (καλύτερο) μπορώ / ό,τι περνάει απ' το χέρι μου / το καλύτερο δυνατό : προσπαθώ όσο πιο πολύ γίνεται
- κάνω τα πάντα για/ώστε να ... : δίνω όλες μου τις δυνάμεις για ..., κάνω τεράστια προσπάθεια για ...
- κάνω τα στραβά μάτια: παραβλέπω, υποκρίνομαι πως δε βλέπω κάτι
- κάνω την πάπια
- κάνω το κορόιδο / κάνω τον Κινέζο : δε μετέχω σε κάτι - σαν να μη με αφορά - ενώ πρέπει
- κάνω τον ανήξερο / τον ανίδεο: παριστάνω ότι δε γνωρίζω
- κάνω του κεφαλιού μου / ό,τι μου κατεβαίνει / ό,τι μου έρχεται: : ενεργώ απερίσκεπτα
- κάνω υπομονή : υπομένω, είμαι υπομονετικός
- κάνω παπάδες
- (τα κάνω) γυαλιά καρφιά
- τα κάνω πάνω μου: τρομοκρατούμαι, πανικοβάλλομαι, φοβάμαι
- τα κάνω θάλασσα/μαντάρα/σαν τα μούτρα μου : προκαλώ το χάος, τα μπλέκω, αποτυγχάνω
- την κάνω: (αργκό) φεύγω, ιδίως για να αποφύγω μια δυσάρεστη υποχρέωση
- την έκανα: (α) έκανα βλακεία ή ζημιά (β) έφυγα
- την έκανα λαχείο: έπαθα ζημιά, με βρήκε συμφορά
- τι κάνεις; : (α) πώς είναι η υγεία σου; (β) ποια τα νέα σου;
- το κάνω αγγαρεία
- τον έκανες τη μούρη κρέας : (ειρωνικό) τον έκανες να ντραπεί, δηλαδή δε νιώθει καμία ντροπή ή μετανιώνει παρ' ό,τι του είπες
- χρυσό τον έκανα : τον χιλιοπαρακάλεσα, του υποσχέθηκα πολύ μεγάλο αντάλλαγμα
Παροιμίες
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κάνω | έκανα | θα κάνω | να κάνω | κάνοντας | |
β' ενικ. | κάνεις | έκανες | θα κάνεις | να κάνεις | κάνε | |
γ' ενικ. | κάνει | έκανε | θα κάνει | να κάνει | ||
α' πληθ. | κάνουμε | κάναμε | θα κάνουμε | να κάνουμε | ||
β' πληθ. | κάνετε | κάνατε | θα κάνετε | να κάνετε | κάνετε | |
γ' πληθ. | κάνουν(ε) | έκαναν κάναν(ε) |
θα κάνουν(ε) | να κάνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έκανα | θα κάνω | να κάνω | κάνει | ||
β' ενικ. | έκανες | θα κάνεις | να κάνεις | κάνε | ||
γ' ενικ. | έκανε | θα κάνει | να κάνει | |||
α' πληθ. | κάναμε | θα κάνουμε | να κάνουμε | |||
β' πληθ. | κάνατε | θα κάνετε | να κάνετε | κάντε | ||
γ' πληθ. | έκαναν κάναν(ε) |
θα κάνουν(ε) | να κάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κάνει | είχα κάνει | θα έχω κάνει | να έχω κάνει | ||
β' ενικ. | έχεις κάνει | είχες κάνει | θα έχεις κάνει | να έχεις κάνει | έχε καμωμένο | |
γ' ενικ. | έχει κάνει | είχε κάνει | θα έχει κάνει | να έχει κάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε κάνει | είχαμε κάνει | θα έχουμε κάνει | να έχουμε κάνει | ||
β' πληθ. | έχετε κάνει | είχατε κάνει | θα έχετε κάνει | να έχετε κάνει | έχετε καμωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κάνει | είχαν κάνει | θα έχουν κάνει | να έχουν κάνει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καμωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καμωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καμωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καμωμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάνω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καμώνομαι: παθητικός τύπος με διαφορετική σημασία
- ↑ 2,0 2,1 κάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Με σχόλιο: παράβαλε γίνομαι ως αντίστοιχο παθητικό - ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)