Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάνω τον Κινέζο < κάνω (στη σημασία παριστάνω) & «ο Κινέζος» στην αιτιατική ενικού «τον Κινέζο»

  Έκφραση επεξεργασία

κάνω τον Κινέζο

  Μεταφράσεις επεξεργασία