Δείτε επίσης: προσποιοῦμαι

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

προσποιούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσποιοῦμαι, συνηρημένος τύπος του προσποιέομαι < προσ- + ποιέομαι / ποιοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος ποιέω / ποιῶ

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.spiˈu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σποι‐ού‐μαι
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐ποι‐ού‐μαι

  ΡήμαΕπεξεργασία

προσποιούμαι, μτχ.π.ε.: προσποιούμενος, π.αόρ.: προσποιήθηκα (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  • ο τύπος μετοχής παρακειμένου προσποιημένος δεν είναι ιδιαίτερα δόκιμος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία