προσποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσποιούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσποιοῦμαι, συνηρημένος τύπος του προσποιέομαι < προσ- + ποιέομαι / ποιοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος ποιέω / ποιῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.spiˈu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σποι‐ού‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐ποι‐ού‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαπροσποιούμαι, μτχ.π.ε.: προσποιούμενος, π.αόρ.: προσποιήθηκα (αποθετικό ρήμα)
- υποκρίνομαι για να δείξω μια πλαστή, μη πραγματική εικόνα του εαυτού μου
- ⮡ Προσποιείται τον ανήξερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- ο τύπος μετοχής παρακειμένου προσποιημένος δεν είναι ιδιαίτερα δόκιμος
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσποιούμαι | προσποιούμουν | θα προσποιούμαι | να προσποιούμαι | προσποιούμενος | |
β' ενικ. | προσποιείσαι | προσποιούσουν | θα προσποιείσαι | να προσποιείσαι | ||
γ' ενικ. | προσποιείται | προσποιούνταν | θα προσποιείται | να προσποιείται | ||
α' πληθ. | προσποιούμαστε | προσποιούμασταν προσποιούμαστε |
θα προσποιούμαστε | να προσποιούμαστε | ||
β' πληθ. | προσποιείστε | προσποιούσασταν προσποιούσαστε |
θα προσποιείστε | να προσποιείστε | προσποιείστε | |
γ' πληθ. | προσποιούνται | προσποιούνταν | θα προσποιούνται | να προσποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσποιήθηκα | θα προσποιηθώ | να προσποιηθώ | προσποιηθεί | ||
β' ενικ. | προσποιήθηκες | θα προσποιηθείς | να προσποιηθείς | προσποιήσου | ||
γ' ενικ. | προσποιήθηκε | θα προσποιηθεί | να προσποιηθεί | |||
α' πληθ. | προσποιηθήκαμε | θα προσποιηθούμε | να προσποιηθούμε | |||
β' πληθ. | προσποιηθήκατε | θα προσποιηθείτε | να προσποιηθείτε | προσποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | προσποιήθηκαν προσποιηθήκαν(ε) |
θα προσποιηθούν(ε) | να προσποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσποιηθεί | είχα προσποιηθεί | θα έχω προσποιηθεί | να έχω προσποιηθεί | προσποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις προσποιηθεί | είχες προσποιηθεί | θα έχεις προσποιηθεί | να έχεις προσποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσποιηθεί | είχε προσποιηθεί | θα έχει προσποιηθεί | να έχει προσποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσποιηθεί | είχαμε προσποιηθεί | θα έχουμε προσποιηθεί | να έχουμε προσποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσποιηθεί | είχατε προσποιηθεί | θα έχετε προσποιηθεί | να έχετε προσποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσποιηθεί | είχαν προσποιηθεί | θα έχουν προσποιηθεί | να έχουν προσποιηθεί |