Δείτε επίσης: προσποιοῦμαι

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.spiˈu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσποιούμαι
παλιότερος συλλαβισμός: προσποιούμαι

προσποιούμαι, μτχ.π.ε.: προσποιούμενος, π.αόρ.: προσποιήθηκα (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ο τύπος μετοχής παρακειμένου προσποιημένος δεν είναι ιδιαίτερα δόκιμος

Μεταφράσεις

επεξεργασία