pretend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pretend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pretends |
αόριστος | pretended |
παθητική μετοχή | pretended |
ενεργητική μετοχή | pretending |
Ρήμα
επεξεργασία
pretend (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προσποιούμαι, συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο, για να κάνω τους άλλους να πιστέψουν κάτι που δεν είναι αλήθεια
- (μεταβατικό και αμετάβατο) προσποιούμαι, παίζω, ειδικά για τα παιδιά, φαντάζομαι ότι κάτι ισχύει ως μέρος ενός παιχνιδιού
Πηγές
επεξεργασία
- pretend - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 750. ISBN 9780194325684., λήμμα: προσποιούμαι