Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
play plays

play (en)

  1. (μετρήσιμο) το θεατρικό έργο
    the plays of Shakespeare - τα έργα του Σαίξπηρ
    The director of the play didn’t like the choreography.
    Η χορογραφία δεν άρεσε στον σκηνοθέτη του θεατρικού έργου.
  2. (μη μετρήσιμο) το παιχνίδι, η πλάκα, τα πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι, και ειδικά τα παιδιά κι οι νέοι, για διασκέδαση
    Children are fond of play.
    Τα παιδιά αγαπούν το παιχνίδι.
    There’s a whole lot of play and no work in this class.
    Όλο πλάκα είναι αυτή η τάξη και καθόλου δουλειά.
    I am at play.
    Παίζω/έχω διάλειμμα (συνήθως στο σχολείο).
  3. (μη μετρήσιμο, αθλητισμός) το παίξιμο ενός αγώνα, η φάση
    They won the match through good/tough play.
    Κέρδισαν το ματς με το καλό/σκληρό παίξιμο τους.
    He was severely punished, because he his the opposite team’s player out of play.
    Τιμωρήθηκε αυστηρά, γιατί χτύπησε τον αντίπαλο παίκτη εκτός φάσεως.
  4. (μετρήσιμο, αμερικανική σημασία, αθλητισμός) η φάση σε ένα άθλημα
    the play of the game - η φάση του αγώνα
    The TV is showing the main/the most important plays of Sunday’s games.
    Η τηλεόραση δείχνει τις κυριότερες/σπουδαιότερες φάσεις από τους αγώνες της Κυριακής.
    The referee closely followed the play and let it unfold.
    Ο διαιτητής παρακολούθησε τη φάση από κοντά και την άφησε να εξελιχτεί.
    a game with good plays/poor plays - αγώνας πλούσιος/φτωχός σε φάσεις
  5. (μη μετρήσιμο) η ενέργεια, η δραστηριότητα ή η λειτουργία κάτι· η επιρροή κάποιου σε κάτι άλλο
    the forces at play which we have no control over - η ενέργεια δυνάμεων που δεν της ελέγχουμε
    It came into play.
    Μπήκε σε ενέργεια.
    I am putting something into play.
    Βάζω σε ενέργεια κάτι.
  6. (μη μετρήσιμο) για σχοινί, δυνατότητα ελεύθερης και εύκολης μετακίνησης
    Give the rope more play!
    Λάσκαρε λίγο το σχοινί!
  7. (μη μετρήσιμο, λογοτεχνικό) το παιχνίδισμα, για φως ή χαμόγελο, μια ελαφριά, γρήγορη κίνηση που αλλάζει συνέχεια
    the play of sunlight upon water - το παιχνίδισμα του φωτός πάνω στο νερό

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας play
γ΄ ενικό ενεστώτα plays
αόριστος played
παθητική μετοχή played
ενεργητική μετοχή playing

play (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω, κάνω πράγματα για ευχαρίστηση, όπως κάνουν τα παιδιά. περνάω καλά, χωρίς δουλειά
    Let’s go outside and play.
    Πάμε έξω να παίξουμε.
    They are playing with the dolls.
    Παίζουν με τις κούκλες.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω, προσποιούμαι ότι είμαι ή κάνω κάτι για πλάκα
    The children played soldiers.
    Τα παιδιά έπαιζαν τους στρατιώτες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pretend
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω, συμμετέχω σε ένα παιχνίδι· συναγωνίζομαι με κάποιον σε ένα παιχνίδι
    I play football/bridge/chess.
    Παίζω ποδόσφαιρο/μπριτζ/σκάκι.
    I’ll play you in/at backgammon/chess.
    Θα σε παίξω τάβλι/σκάκι.
    She plays fair/hard.
    Παίζει τίμια/σκληρά.
  4. (αμετάβατο) παίζω, παίρνω μια συγκεκριμένη θέση σε μια αθλητική ομάδα
    Who’s playing in goal/goalkeeper?
    Ποιος παίζει τέρμα/τερματοφύλακας;
  5. (μεταβατικό, σκάκι) παίζω, μετακινώ ένα πούλι στο σκάκι
    He played a pawn.
    Έπαιξε ένα πιόνι.
  6. (μεταβατικό & αμετάβατο, χαρτοπαίγνιο) παίζω, βάζω ένα χαρτί με την όψη προς τα πάνω στο τραπέζι για να δείξω την αξία του
    She played a trump.
    Έπαιξε ένα ατού.
  7. (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω μουσική σε ένα μουσικό όργανο
    The London Philharmonic is playing at the Herodion tonight.
    Η Φιλαρμονική του Λονδίνου παίζει στο Ηρώδιο απόψε.
    The band played the National Anthem.
    Η μπάντα έπαιξε τον Εθνικό Ύμνο.
    He was sitting on the sidewalk playing guitar.
    Καθόταν στο πεζοδρόμιο κι έπαιζε κιθάρα.
  8. (μεταβατικό) έχω την ικανότητα να παίζω ένα μουσικό όργανο
    My cousin plays piano very well.
    Η ξαδέρφη μου παίζει πιάνο πολύ καλά.
    I play the violin and the flute.
    Παίζω βιολί και φλάουτο.
  9. (αμετάβατο) παίζω, για ένα τραγούδι, ένα άλμπουμ κτλ. που ακούγεται
    The radio is playing too loudly, turn it down!
    Το ραδιόφωνο παίζει πολύ δυνατά, χαμήλωσέ το!
  10. (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω βίντεο ή ταινία
    What films are playing at the local cinemas?
    Τι φιλμ παίζουν τα σινεμά της συνοικίας;
  11. (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω σε θεατρικό έργο, ταινία κτλ.· παίζω το ρόλο κάποιου
    He’s playing a part in Hamlet.
    Παίζει στον Άμλετ.
    She always plays the role of the maid.
    Παίζει πάντα το ρόλο υπηρέτριας.
  12. (μεταβατικό και αμετάβατο) προσποιούμαι ότι είμαι κάτι που δεν είμαι
    He played dead.
    Προσποιήθηκε τον πεθαμένο.
    He was playing the fool.
    Προσποιούνταν τον ανόητο/τον τρελό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pretend
  13. (μεταβατικό) σκαρώνω φάρσες για πλάκα
    Sometimes the kids would play tricks on their teacher.
    Μερικές φορές τα παιδιά σκάρωναν φάρσες στο δάσκαλό τους.
  14. (μεταβατικό) παίζω, ξεγελάω κάποιον με άσχημο τρόπο
    They played a dirty trick on me.
    Μου έπαιξαν βρόμικο παιχνίδι.
    He played us and took all our money.
    Μας ξεγέλασε και μας πήρε όλα τα λεφτά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deceive
  15. παιχνιδίζω
  16. ρίχνω, κατευθύνω (λ.χ. τους προβολείς)

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία