ξεγελάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεγελάω < ξεγελ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐκγελῶ, συνηρημένος τύπος του ἐκγελάω. Συγχρονικά αναλύεται σε ξε- + γελάω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.ʝeˈla.o/
Ρήμα
επεξεργασίαξεγελάω/ξεγελώ, πρτ.: ξεγελούσα/ξεγέλαγα, αόρ.: ξεγέλασα, παθ.φωνή: ξεγελιέμαι, π.αόρ.: ξεγελάστηκα, μτχ.π.π.: ξεγελασμένος
- εξαπατώ κάποιον με ψέματα ή υποκρισία, τον κάνω να με πιστέψει ή να μου δείξει εμπιστοσύνη
- τον ξεγέλασε και του έφαγε την περιουσία
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ξεγελώ (λιγότερο συχνό)
Εκφράσεις
επεξεργασία- ξεγελάω την πείνα μου : τρώω κάτι πρόχειρο, για να μην πεινάω προσωρινά
Συγγενικά
επεξεργασία- ξεγέλασμα
- ξεγελάστρα
- ξεγελαστής
- → και δείτε τις λέξεις γελάω και γελώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεγελάω - ξεγελώ | ξεγελούσα - ξεγέλαγα | θα ξεγελάω - ξεγελώ | να ξεγελάω - ξεγελώ | ξεγελώντας | |
β' ενικ. | ξεγελάς | ξεγελούσες - ξεγέλαγες | θα ξεγελάς | να ξεγελάς | ξεγέλα - ξεγέλαγε | |
γ' ενικ. | ξεγελάει - ξεγελά | ξεγελούσε - ξεγέλαγε | θα ξεγελάει - ξεγελά | να ξεγελάει - ξεγελά | ||
α' πληθ. | ξεγελάμε - ξεγελούμε | ξεγελούσαμε - ξεγελάγαμε | θα ξεγελάμε - ξεγελούμε | να ξεγελάμε - ξεγελούμε | ||
β' πληθ. | ξεγελάτε | ξεγελούσατε - ξεγελάγατε | θα ξεγελάτε | να ξεγελάτε | ξεγελάτε | |
γ' πληθ. | ξεγελάν(ε) - ξεγελούν(ε) | ξεγελούσαν(ε) - ξεγέλαγαν - ξεγελάγανε | θα ξεγελάν(ε) - ξεγελούν(ε) | να ξεγελάν(ε) - ξεγελούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεγέλασα | θα ξεγελάσω | να ξεγελάσω | ξεγελάσει | ||
β' ενικ. | ξεγέλασες | θα ξεγελάσεις | να ξεγελάσεις | ξεγέλα - ξεγέλασε | ||
γ' ενικ. | ξεγέλασε | θα ξεγελάσει | να ξεγελάσει | |||
α' πληθ. | ξεγελάσαμε | θα ξεγελάσουμε | να ξεγελάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεγελάσατε | θα ξεγελάσετε | να ξεγελάσετε | ξεγελάστε | ||
γ' πληθ. | ξεγέλασαν ξεγελάσαν(ε) |
θα ξεγελάσουν(ε) | να ξεγελάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεγελάσει | είχα ξεγελάσει | θα έχω ξεγελάσει | να έχω ξεγελάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεγελάσει | είχες ξεγελάσει | θα έχεις ξεγελάσει | να έχεις ξεγελάσει | έχε ξεγελασμένο | |
γ' ενικ. | έχει ξεγελάσει | είχε ξεγελάσει | θα έχει ξεγελάσει | να έχει ξεγελάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεγελάσει | είχαμε ξεγελάσει | θα έχουμε ξεγελάσει | να έχουμε ξεγελάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεγελάσει | είχατε ξεγελάσει | θα έχετε ξεγελάσει | να έχετε ξεγελάσει | έχετε ξεγελασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ξεγελάσει | είχαν ξεγελάσει | θα έχουν ξεγελάσει | να έχουν ξεγελάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξεγελασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξεγελασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξεγελασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξεγελασμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεγελιέμαι | ξεγελιόμουν(α) | θα ξεγελιέμαι | να ξεγελιέμαι | ||
β' ενικ. | ξεγελιέσαι | ξεγελιόσουν(α) | θα ξεγελιέσαι | να ξεγελιέσαι | ||
γ' ενικ. | ξεγελιέται | ξεγελιόταν(ε) | θα ξεγελιέται | να ξεγελιέται | ||
α' πληθ. | ξεγελιόμαστε | ξεγελιόμαστε ξεγελιόμασταν |
θα ξεγελιόμαστε | να ξεγελιόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεγελιέστε | ξεγελιόσαστε ξεγελιόσασταν |
θα ξεγελιέστε | να ξεγελιέστε | ξεγελιέστε | |
γ' πληθ. | ξεγελιούνται | ξεγελιόνταν(ε) ξεγελιούνταν ξεγελιόντουσαν |
θα ξεγελιούνται | να ξεγελιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεγελάστηκα | θα ξεγελαστώ | να ξεγελαστώ | ξεγελαστεί | ||
β' ενικ. | ξεγελάστηκες | θα ξεγελαστείς | να ξεγελαστείς | ξεγελάσου | ||
γ' ενικ. | ξεγελάστηκε | θα ξεγελαστεί | να ξεγελαστεί | |||
α' πληθ. | ξεγελαστήκαμε | θα ξεγελαστούμε | να ξεγελαστούμε | |||
β' πληθ. | ξεγελαστήκατε | θα ξεγελαστείτε | να ξεγελαστείτε | ξεγελαστείτε | ||
γ' πληθ. | ξεγελάστηκαν ξεγελαστήκαν(ε) |
θα ξεγελαστούν(ε) | να ξεγελαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεγελαστεί | είχα ξεγελαστεί | θα έχω ξεγελαστεί | να έχω ξεγελαστεί | ξεγελασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεγελαστεί | είχες ξεγελαστεί | θα έχεις ξεγελαστεί | να έχεις ξεγελαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεγελαστεί | είχε ξεγελαστεί | θα έχει ξεγελαστεί | να έχει ξεγελαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεγελαστεί | είχαμε ξεγελαστεί | θα έχουμε ξεγελαστεί | να έχουμε ξεγελαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεγελαστεί | είχατε ξεγελαστεί | θα έχετε ξεγελαστεί | να έχετε ξεγελαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεγελαστεί | είχαν ξεγελαστεί | θα έχουν ξεγελαστεί | να έχουν ξεγελαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεγελασμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεγελασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεγελασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεγελασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεγελασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεγελασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεγελασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεγελασμένοι |