εξαπατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαπατώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαπατῶ, συνηρημένος τύπος του ἐξαπατάω. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + απατώ.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksa.paˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐πα‐τώ
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐α‐πα‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίαεξαπατώ, -άς, ..., αόρ.: εξαπάτησα, παθ.φωνή: εξαπατώμαι, π.αόρ.: εξαπατήθηκα, μτχ.π.π.: εξαπατημένος
- ξεγελάω με πονηριά κάποιον εκμεταλλευόμενος την αφέλεια ή την ευπιστία του και (ενδεχομένως) παρανομώντας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαπατάω - εξαπατώ | εξαπατούσα | θα εξαπατάω - εξαπατώ | να εξαπατάω - εξαπατώ | εξαπατώντας | |
β' ενικ. | εξαπατάς | εξαπατούσες | θα εξαπατάς | να εξαπατάς | εξαπάτα - εξαπάταγε | |
γ' ενικ. | εξαπατάει - εξαπατά | εξαπατούσε | θα εξαπατάει - εξαπατά | να εξαπατάει - εξαπατά | ||
α' πληθ. | εξαπατάμε - εξαπατούμε | εξαπατούσαμε | θα εξαπατάμε - εξαπατούμε | να εξαπατάμε - εξαπατούμε | ||
β' πληθ. | εξαπατάτε | εξαπατούσατε | θα εξαπατάτε | να εξαπατάτε | εξαπατάτε | |
γ' πληθ. | εξαπατάν(ε) - εξαπατούν(ε) | εξαπατούσαν(ε) | θα εξαπατάν(ε) - εξαπατούν(ε) | να εξαπατάν(ε) - εξαπατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαπάτησα | θα εξαπατήσω | να εξαπατήσω | εξαπατήσει | ||
β' ενικ. | εξαπάτησες | θα εξαπατήσεις | να εξαπατήσεις | εξαπάτα - εξαπάτησε | ||
γ' ενικ. | εξαπάτησε | θα εξαπατήσει | να εξαπατήσει | |||
α' πληθ. | εξαπατήσαμε | θα εξαπατήσουμε | να εξαπατήσουμε | |||
β' πληθ. | εξαπατήσατε | θα εξαπατήσετε | να εξαπατήσετε | εξαπατήστε | ||
γ' πληθ. | εξαπάτησαν εξαπατήσαν(ε) |
θα εξαπατήσουν(ε) | να εξαπατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαπατήσει | είχα εξαπατήσει | θα έχω εξαπατήσει | να έχω εξαπατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαπατήσει | είχες εξαπατήσει | θα έχεις εξαπατήσει | να έχεις εξαπατήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαπατήσει | είχε εξαπατήσει | θα έχει εξαπατήσει | να έχει εξαπατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαπατήσει | είχαμε εξαπατήσει | θα έχουμε εξαπατήσει | να έχουμε εξαπατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαπατήσει | είχατε εξαπατήσει | θα έχετε εξαπατήσει | να έχετε εξαπατήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαπατήσει | είχαν εξαπατήσει | θα έχουν εξαπατήσει | να έχουν εξαπατήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαπατώμαι | εξαπατόμουν | θα εξαπατώμαι | να εξαπατώμαι | ||
β' ενικ. | εξαπατάσαι | εξαπατόσουν | θα εξαπατάσαι | να εξαπατάσαι | ||
γ' ενικ. | εξαπατάται | εξαπατόταν | θα εξαπατάται | να εξαπατάται | ||
α' πληθ. | εξαπατώμεθα - εξαπατόμαστε | εξαπατόμασταν | θα εξαπατώμεθα - εξαπατόμαστε | να εξαπατώμεθα - εξαπατόμαστε | ||
β' πληθ. | εξαπατάσθε - εξαπατάστε | εξαπατόσασταν | θα εξαπατάσθε - εξαπατάστε | να εξαπατάσθε - εξαπατάστε | εξαπατάσθε - εξαπατάστε | |
γ' πληθ. | εξαπατώνται | εξαπατόνταν - εξαπατόντουσαν | θα εξαπατώνται | να εξαπατώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαπατήθηκα | θα εξαπατηθώ | να εξαπατηθώ | εξαπατηθεί | ||
β' ενικ. | εξαπατήθηκες | θα εξαπατηθείς | να εξαπατηθείς | εξαπατήσου | ||
γ' ενικ. | εξαπατήθηκε | θα εξαπατηθεί | να εξαπατηθεί | |||
α' πληθ. | εξαπατηθήκαμε | θα εξαπατηθούμε | να εξαπατηθούμε | |||
β' πληθ. | εξαπατηθήκατε | θα εξαπατηθείτε | να εξαπατηθείτε | εξαπατηθείτε | ||
γ' πληθ. | εξαπατήθηκαν εξαπατηθήκαν(ε) |
θα εξαπατηθούν(ε) | να εξαπατηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξαπατηθεί | είχα εξαπατηθεί | θα έχω εξαπατηθεί | να έχω εξαπατηθεί | εξαπατημένος | |
β' ενικ. | έχεις εξαπατηθεί | είχες εξαπατηθεί | θα έχεις εξαπατηθεί | να έχεις εξαπατηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξαπατηθεί | είχε εξαπατηθεί | θα έχει εξαπατηθεί | να έχει εξαπατηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαπατηθεί | είχαμε εξαπατηθεί | θα έχουμε εξαπατηθεί | να έχουμε εξαπατηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξαπατηθεί | είχατε εξαπατηθεί | θα έχετε εξαπατηθεί | να έχετε εξαπατηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαπατηθεί | είχαν εξαπατηθεί | θα έχουν εξαπατηθεί | να έχουν εξαπατηθεί |