Δείτε επίσης: ἐξαπατῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαπατώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαπατῶ, συνηρημένος τύπος του ἐξαπατάω. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + απατώ.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksa.paˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξα‐πα‐τώ
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐α‐πα‐τώ

εξαπατώ, -άς, ..., αόρ.: εξαπάτησα, παθ.φωνή: εξαπατώμαι, π.αόρ.: εξαπατήθηκα, μτχ.π.π.: εξαπατημένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία