εκμεταλλευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εκμεταλλευόμενος μετοχή ενεστώτα του εκμεταλλεύομαι
Μετοχή
επεξεργασία
εκμεταλλευόμενος,η,ο
- εκείνος που εκμεταλλεύεται κάτι εις βάρος άλλων, ο εκμεταλλευτής, αλλά σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή σε σχέση με άλλη πράξη, που κατάφερε κάτι με το να εκμεταλλεύεται
- Αγόρασε πολλά ακίνητα κοψοχρονιά εκμεταλλευόμενος την κρίση ακινήτων
- που έχει την εκμετάλλευση μιας δραστηριότητας, επιχείρησης ή ακινήτου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκμεταλλευόμενος