Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκμεταλλευόμενος η εκμεταλλευόμενη το εκμεταλλευόμενο
      γενική του εκμεταλλευόμενου της εκμεταλλευόμενης του εκμεταλλευόμενου
    αιτιατική τον εκμεταλλευόμενο την εκμεταλλευόμενη το εκμεταλλευόμενο
     κλητική εκμεταλλευόμενε εκμεταλλευόμενη εκμεταλλευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκμεταλλευόμενοι οι εκμεταλλευόμενες τα εκμεταλλευόμενα
      γενική των εκμεταλλευόμενων των εκμεταλλευόμενων των εκμεταλλευόμενων
    αιτιατική τους εκμεταλλευόμενους τις εκμεταλλευόμενες τα εκμεταλλευόμενα
     κλητική εκμεταλλευόμενοι εκμεταλλευόμενες εκμεταλλευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκμεταλλευόμενος μετοχή ενεστώτα του εκμεταλλεύομαι

  Μετοχή επεξεργασία

εκμεταλλευόμενος,η,ο

  1. εκείνος που εκμεταλλεύεται κάτι εις βάρος άλλων, ο εκμεταλλευτής, αλλά σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή σε σχέση με άλλη πράξη, που κατάφερε κάτι με το να εκμεταλλεύεται
    Αγόρασε πολλά ακίνητα κοψοχρονιά εκμεταλλευόμενος την κρίση ακινήτων
  2. που έχει την εκμετάλλευση μιας δραστηριότητας, επιχείρησης ή ακινήτου

  Μεταφράσεις επεξεργασία