εκμεταλλευόμενων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεκμεταλλευόμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εκμεταλλευόμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εκμεταλλευόμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εκμεταλλευόμενος