exploité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exploité | exploités |
θηλυκό | exploitée | exploitées |
Επίθετο επεξεργασία
exploité (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exploité | exploités |
θηλυκό | exploitée | exploitées |
exploité (fr)