Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκμεταλλευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκμεταλλευμέν
ος
η
εκμεταλλευμέν
η
το
εκμεταλλευμέν
ο
γενική
του
εκμεταλλευμέν
ου
της
εκμεταλλευμέν
ης
του
εκμεταλλευμέν
ου
αιτιατική
τον
εκμεταλλευμέν
ο
την
εκμεταλλευμέν
η
το
εκμεταλλευμέν
ο
κλητική
εκμεταλλευμέν
ε
εκμεταλλευμέν
η
εκμεταλλευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκμεταλλευμέν
οι
οι
εκμεταλλευμέν
ες
τα
εκμεταλλευμέν
α
γενική
των
εκμεταλλευμέν
ων
των
εκμεταλλευμέν
ων
των
εκμεταλλευμέν
ων
αιτιατική
τους
εκμεταλλευμέν
ους
τις
εκμεταλλευμέν
ες
τα
εκμεταλλευμέν
α
κλητική
εκμεταλλευμέν
οι
εκμεταλλευμέν
ες
εκμεταλλευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκμεταλλευμένος, -η, -ο
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκμεταλλεύομαι
Μετοχή
επεξεργασία
εκμεταλλευμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εκμεταλλεύομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκμεταλλευμένος
γαλλικά
:
exploité
(fr)