Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκμεταλλευτής οι εκμεταλλευτές
      γενική του εκμεταλλευτή των εκμεταλλευτών
    αιτιατική τον εκμεταλλευτή τους εκμεταλλευτές
     κλητική εκμεταλλευτή εκμεταλλευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκμεταλλευτής < εκμεταλλεύομαι + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκμεταλλευτής αρσενικό

  • εκείνος που εκμεταλλεύται άλλους, που επωφελείται από αυτούς, που συχνά κερδίζει κάτι εις βάρος άλλων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία