Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκμετάλλευση οι εκμεταλλεύσεις
      γενική της εκμετάλλευσης* των εκμεταλλεύσεων
    αιτιατική την εκμετάλλευση τις εκμεταλλεύσεις
     κλητική εκμετάλλευση εκμεταλλεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκμεταλλεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκμετάλλευση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκμετάλλευσις < αρχαία ελληνική ἐκμεταλλεύ(ομαι) + -σις > -ση[1] (κυριολεκτικά: βγάλσιμο του μέταλλου από το μετάλλευμα που το περιέχει και που υπάρχει σε φυσική κατάσταση)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.meˈta.lef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐με‐τάλ‐λευ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκμετάλλευση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία