ekspluatado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekspluatado | ekspluatadoj |
αιτιατική | ekspluatadon | ekspluatadojn |
ekspluatado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekspluatado | ekspluatadoj |
αιτιατική | ekspluatadon | ekspluatadojn |
ekspluatado (eo)