όφελος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όφελος | τα | οφέλη |
γενική | του | οφέλους | των | οφελών |
αιτιατική | το | όφελος | τα | οφέλη |
κλητική | όφελος | οφέλη | ||
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- όφελος < αρχαία ελληνική ὄφελος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *obʰelos < *h₃bʰel-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαόφελος ουδέτερο
- το πλεονέκτημα, το κέρδος
- Η ποδηλασία προσφέρει πολλά οφέλη για την υγεία και το περιβάλλον.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία- η βλάβη