Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
benefit benefits

benefit (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το όφελος, η ωφέλεια, ένα πλεονέκτημα που κάτι μου δίνει
      the benefits of our joining the EEC - τα οφέλη της ένταξής μας στην ΕΟΚ
      for the benefit of those who don’t know English - προς όφελος εκείνων που δεν ξέρουν αγγλικά
      The book was not of much benefit to me.
    Δεν είχα μεγάλη ωφέλεια από αυτό το βιβλίο.
      the material/the fringe benefits of a position - τα υλικά/τα παρεπόμενα πλεονεκτήματα μιας θέσης
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη advantage
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, συνήθως πληθυντικός) το επίδομα, χρήματα που παρέχει η κυβέρνηση σε άτομα που χρειάζονται οικονομική βοήθεια επειδή είναι άνεργοι, άρρωστοι κτλ.
      You may be eligible to receive benefits.
    Μπορεί να πληροίτε τις προϋποθέσεις για να λάβετε επιδόματα.
      The number of people claiming unemployment benefits fell last month.
    Ο αριθμός των ατόμων που ζητούν επίδομα ανεργίας μειώθηκε τον περασμένο μήνα.
      The aim is to help people who are on benefits to find jobs.
    Ο στόχος είναι να βοηθήσουμε άτομα που παίρνουν επιδόματα να βρουν δουλειά.
     συνώνυμα: welfare (και αμερικανικά αγγλικά)
  3. (συνήθως πληθυντικός) οι παροχές, πλεονέκτημα που παίρνω από μια εταιρεία εκτός από τον μισθό που κερδίζω
      Private health insurance is offered as part of the employees’ benefits package.
    Η ιδιωτική ασφάλιση υγείας προσφέρεται ως μέρος του πακέτου παροχών των υπαλλήλων.
  4. (συνήθως πληθυντικός) οι παροχές, χρήματα από ασφαλιστική εταιρεία
      The life insurance plan will provide substantial cash benefits to your family in case of your death.
    Το πρόγραμμα ασφάλισης ζωής θα παρέχει σημαντικές χρηματικές παροχές στην οικογένειά σας σε περίπτωση θανάτου σας.
  5. μια ευεργετική εκδήλωση όπως μια παράσταση, ένα δείπνο κ.λπ., που διοργανώνεται με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για ένα συγκεκριμένο άτομο ή φιλανθρωπικό σκοπό
      a benefit performance/concert - ευεργετική παράσταση/συναυλία
ενεστώτας benefit
γ΄ ενικό ενεστώτα benefits
αόριστος benefited, benefitted
παθητική μετοχή benefited, benefitted
ενεργητική μετοχή benefiting, benefitting

benefit (en)

  1. (μεταβατικό) ωφελώ, είμαι χρήσιμος σε κάποιον ή βελτιώνω τη ζωή του με κάποιο τρόπο
      The sea breeze will benefit you.
    Ο θαλασσινός αέρας θα σε ωφελήσει.
  2. (αμετάβατο) ωφελώ, είμαι σε καλύτερη θέση λόγω κάτι
      You will benefit from a vacation.
    Θα σε ωφελήσουν οι διακοπές.
      If you can benefit from your mistakes…
    Αν μπορείς να ωφεληθείς από τα λάθη σου…
      I didn’t benefit at all from my studies.
    Δεν ωφελήθηκα καθόλου από τις σπουδές μου.