Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
benefit benefits

benefit (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το όφελος, η ωφέλεια, ένα πλεονέκτημα που κάτι μου δίνει
    ⮡  the benefits of our joining the EEC - τα οφέλη της ένταξής μας στην ΕΟΚ
    ⮡  for the benefit of those who don’t know English - προς όφελος εκείνων που δεν ξέρουν αγγλικά
    ⮡  The book was not of much benefit to me.
    Δεν είχα μεγάλη ωφέλεια από αυτό το βιβλίο.
    ⮡  the material/the fringe benefits of a position - τα υλικά/τα παρεπόμενα πλεονεκτήματα μιας θέσης
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advantage
  2. (μετρήσιμο) μια ευεργετική εκδήλωση όπως μια παράσταση, ένα δείπνο κ.λπ., που διοργανώνεται με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για ένα συγκεκριμένο άτομο ή φιλανθρωπικό σκοπό
    ⮡  a benefit performance/concert - ευεργετική παράσταση/συναυλία
ενεστώτας benefit
γ΄ ενικό ενεστώτα benefits
αόριστος benefited, benefitted
παθητική μετοχή benefited, benefitted
ενεργητική μετοχή benefiting, benefitting

benefit (en)

  1. (μεταβατικό) ωφελώ, είμαι χρήσιμος σε κάποιον ή βελτιώνω τη ζωή του με κάποιο τρόπο
    ⮡  The sea breeze will benefit you.
    Ο θαλασσινός αέρας θα σε ωφελήσει.
  2. (αμετάβατο) ωφελώ, είμαι σε καλύτερη θέση λόγω κάτι
    ⮡  You will benefit from a vacation.
    Θα σε ωφελήσουν οι διακοπές.
    ⮡  If you can benefit from your mistakes…
    Αν μπορείς να ωφεληθείς από τα λάθη σου…
    ⮡  I didn’t benefit at all from my studies.
    Δεν ωφελήθηκα καθόλου από τις σπουδές μου.