ωφελώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωφελώ < αρχαία ελληνική ὠφελέω / ὠφελῶ
Ρήμα
επεξεργασίαωφελώ, πρτ.: ωφελούσα, στ.μέλλ.: θα ωφελήσω, αόρ.: ωφέλησα, παθ.φωνή: ωφελούμαι, μτχ.π.π.: ωφελημένος
- ενεργώ θετικά, προσφέρω κάποια ωφέλεια σε κάποιον ή κάτι, συμβάλλω στην ομαλή πρόοδο ή την εξάλειψη αρνητικών παραγόντων
- η έρευνα υποστηρίζει ότι η μεσογειακή διατροφή ωφελεί την υγεία
- διάβασε αυτό το βιβλίο, πιστεύω ότι θα σε ωφελήσει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανώφελος
- ανωφελής
- επωφελής
- εθνωφελής
- κοινωφελής
- ψυχωφελής
- ωφέλεια
- ωφέλημα
- ωφέλιμος
- ωφελιμότητα
- ωφελιμισμός
- ωφελιμιστικός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ωφελώ | ωφελούσα | θα ωφελώ | να ωφελώ | ωφελώντας | |
β' ενικ. | ωφελείς | ωφελούσες | θα ωφελείς | να ωφελείς | (ωφέλει) | |
γ' ενικ. | ωφελεί | ωφελούσε | θα ωφελεί | να ωφελεί | ||
α' πληθ. | ωφελούμε | ωφελούσαμε | θα ωφελούμε | να ωφελούμε | ||
β' πληθ. | ωφελείτε | ωφελούσατε | θα ωφελείτε | να ωφελείτε | ωφελείτε | |
γ' πληθ. | ωφελούν(ε) | ωφελούσαν(ε) | θα ωφελούν(ε) | να ωφελούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ωφέλησα | θα ωφελήσω | να ωφελήσω | ωφελήσει | ||
β' ενικ. | ωφέλησες | θα ωφελήσεις | να ωφελήσεις | ωφέλησε | ||
γ' ενικ. | ωφέλησε | θα ωφελήσει | να ωφελήσει | |||
α' πληθ. | ωφελήσαμε | θα ωφελήσουμε | να ωφελήσουμε | |||
β' πληθ. | ωφελήσατε | θα ωφελήσετε | να ωφελήσετε | ωφελήστε | ||
γ' πληθ. | ωφέλησαν ωφελήσαν(ε) |
θα ωφελήσουν(ε) | να ωφελήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ωφελήσει | είχα ωφελήσει | θα έχω ωφελήσει | να έχω ωφελήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ωφελήσει | είχες ωφελήσει | θα έχεις ωφελήσει | να έχεις ωφελήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ωφελήσει | είχε ωφελήσει | θα έχει ωφελήσει | να έχει ωφελήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ωφελήσει | είχαμε ωφελήσει | θα έχουμε ωφελήσει | να έχουμε ωφελήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ωφελήσει | είχατε ωφελήσει | θα έχετε ωφελήσει | να έχετε ωφελήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ωφελήσει | είχαν ωφελήσει | θα έχουν ωφελήσει | να έχουν ωφελήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ωφελούμαι | ωφελούμουν | θα ωφελούμαι | να ωφελούμαι | ||
β' ενικ. | ωφελείσαι | ωφελούσουν | θα ωφελείσαι | να ωφελείσαι | ||
γ' ενικ. | ωφελείται | ωφελούνταν | θα ωφελείται | να ωφελείται | ||
α' πληθ. | ωφελούμαστε | ωφελούμασταν ωφελούμαστε |
θα ωφελούμαστε | να ωφελούμαστε | ||
β' πληθ. | ωφελείστε | ωφελούσασταν ωφελούσαστε |
θα ωφελείστε | να ωφελείστε | ωφελείστε | |
γ' πληθ. | ωφελούνται | ωφελούνταν | θα ωφελούνται | να ωφελούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ωφελήθηκα | θα ωφεληθώ | να ωφεληθώ | ωφεληθεί | ||
β' ενικ. | ωφελήθηκες | θα ωφεληθείς | να ωφεληθείς | ωφελήσου | ||
γ' ενικ. | ωφελήθηκε | θα ωφεληθεί | να ωφεληθεί | |||
α' πληθ. | ωφεληθήκαμε | θα ωφεληθούμε | να ωφεληθούμε | |||
β' πληθ. | ωφεληθήκατε | θα ωφεληθείτε | να ωφεληθείτε | ωφεληθείτε | ||
γ' πληθ. | ωφελήθηκαν ωφεληθήκαν(ε) |
θα ωφεληθούν(ε) | να ωφεληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ωφεληθεί | είχα ωφεληθεί | θα έχω ωφεληθεί | να έχω ωφεληθεί | ωφελημένος | |
β' ενικ. | έχεις ωφεληθεί | είχες ωφεληθεί | θα έχεις ωφεληθεί | να έχεις ωφεληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ωφεληθεί | είχε ωφεληθεί | θα έχει ωφεληθεί | να έχει ωφεληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ωφεληθεί | είχαμε ωφεληθεί | θα έχουμε ωφεληθεί | να έχουμε ωφεληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ωφεληθεί | είχατε ωφεληθεί | θα έχετε ωφεληθεί | να έχετε ωφεληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ωφεληθεί | είχαν ωφεληθεί | θα έχουν ωφεληθεί | να έχουν ωφεληθεί |