ανώφελος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανώφελος | η | ανώφελη | το | ανώφελο |
γενική | του | ανώφελου | της | ανώφελης | του | ανώφελου |
αιτιατική | τον | ανώφελο | την | ανώφελη | το | ανώφελο |
κλητική | ανώφελε | ανώφελη | ανώφελο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανώφελοι | οι | ανώφελες | τα | ανώφελα |
γενική | των | ανώφελων | των | ανώφελων | των | ανώφελων |
αιτιατική | τους | ανώφελους | τις | ανώφελες | τα | ανώφελα |
κλητική | ανώφελοι | ανώφελες | ανώφελα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανώφελος < μεσαιωνική ελληνική ἀνώφελος < αρχαία ελληνική ἀνωφελής
Επίθετο
επεξεργασίαανώφελος, -η, -ο
- που δεν ωφελεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανώφελα
- ανωφέλεια
- ανωφέλετος
- ανωφέλευτος
- ανωφελής
- ανωφελώς
- → δείτε τη λέξη ωφελώ