Δείτε επίσης: ἀνωφελής
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανωφελής η ανωφελής το ανωφελές
      γενική του ανωφελούς* της ανωφελούς του ανωφελούς
    αιτιατική τον ανωφελή την ανωφελή το ανωφελές
     κλητική ανωφελή(ς) ανωφελής ανωφελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανωφελείς οι ανωφελείς τα ανωφελή
      γενική των ανωφελών των ανωφελών των ανωφελών
    αιτιατική τους ανωφελείς τις ανωφελείς τα ανωφελή
     κλητική ανωφελείς ανωφελείς ανωφελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ανωφελής, -ής, -ές

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία