αναποτελεσματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναποτελεσματικός < αν- + αποτελεσματικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ineffectif ή αγγλική ineffective ή ineffectual)
Επίθετο επεξεργασία
αναποτελεσματικός, -ή, -ό
- που δεν φέρνει αποτελέσματα
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναποτελεσματικός