↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναποτελεσματικός η αναποτελεσματική το αναποτελεσματικό
      γενική του αναποτελεσματικού της αναποτελεσματικής του αναποτελεσματικού
    αιτιατική τον αναποτελεσματικό την αναποτελεσματική το αναποτελεσματικό
     κλητική αναποτελεσματικέ αναποτελεσματική αναποτελεσματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναποτελεσματικοί οι αναποτελεσματικές τα αναποτελεσματικά
      γενική των αναποτελεσματικών των αναποτελεσματικών των αναποτελεσματικών
    αιτιατική τους αναποτελεσματικούς τις αναποτελεσματικές τα αναποτελεσματικά
     κλητική αναποτελεσματικοί αναποτελεσματικές αναποτελεσματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναποτελεσματικός < αν- + αποτελεσματικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ineffectif ή αγγλική ineffective ή ineffectual)

  Επίθετο

επεξεργασία

αναποτελεσματικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία