Δείτε επίσης: άν-, ἀν-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

αν- < το στερητικό α- πριν από φωνήεντα. Δείτε και ανα-, ανε-, ανη- πριν από λέξεις με αρκτικό α, ε, η

  Πρόθημα επεξεργασία

αν- ή άν-

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

αν- < μορφή του ανα- πριν από φωνήεντα, κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή

  Πρόθημα επεξεργασία

αν- ή άν-

Δείτε επίσης επεξεργασία