Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεδαφικός η ανεδαφική το ανεδαφικό
      γενική του ανεδαφικού της ανεδαφικής του ανεδαφικού
    αιτιατική τον ανεδαφικό την ανεδαφική το ανεδαφικό
     κλητική ανεδαφικέ ανεδαφική ανεδαφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεδαφικοί οι ανεδαφικές τα ανεδαφικά
      γενική των ανεδαφικών των ανεδαφικών των ανεδαφικών
    αιτιατική τους ανεδαφικούς τις ανεδαφικές τα ανεδαφικά
     κλητική ανεδαφικοί ανεδαφικές ανεδαφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεδαφικός < αν- (στερητικό α-) + εδαφικός. Πιθανόν (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική groundless.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ne.ða.fiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

ανεδαφικός -ή, -ό

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία