Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεδαφικότητα οι ανεδαφικότητες
      γενική της ανεδαφικότητας των ανεδαφικοτήτων
    αιτιατική την ανεδαφικότητα τις ανεδαφικότητες
     κλητική ανεδαφικότητα ανεδαφικότητες
Η χρήση του πληθυντικού είναι σπάνια.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεδαφικότητα < λόγια λέξη ἀνεδαφικότης < ανεδαφικ(ός) + -ότης > -ότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ne.ða.fiˈko.ti.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεδαφικότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του ανεδαφικού, το να είναι κανείς ανεδαφικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία